2009-08-11

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ
2008-06-27  18:44:47        
 
Αθηνά (κορυφαία χορού)
Για αιώνες ο Κρόνος-Χρόνος ,
ευνουχιστής , πανούργος  φιλοπάτωρ,
των  σκήπτρων  τ’  Ουρανού σφετεριστής,
την πλάση διαφέντευε
και χρυσή την εποχή του την είπαν
μιας κι όλα έρρεαν
όλα, τα πάντα,
άπαντα
σε ροή γαλήνια,  ατελεύτητη

ΡΕΑ, ΡΕΑ, ΡΕΑ,
ωσεί  ρύακες,
εις  ροάς  αενάους,
τα επίγεια,
τα ουράνια,
ρέουσιν, άπαντα.

Ω , Ρέα!
αδερφή του κι ομόκλινη,
στο χρυσό του βασίλειο,
κινούσες με σοφία τα πράγματα.

Ποια μάνα τάχα μπορεί
σαν τη φωνή των παιδιών της ακούσει
να μην προστρέξει και να ‘ρθει;

Παιδιά μου, γλυκανάσες μου,
άνθια των κήπων μυριστά και αγρολούλουδά μου,
ολόγλυκές αγάπες μου, χαρούμενές μου ελπίδες!
Μωράκια δε σας χάρηκα κι απ’ τη δικιά σας γέννα
μονάχα οι πόνοι μου ‘μειναν να ‘χω για να θυμάμαι.
Έτρεμ’ η Γαία η μάνα μου όταν κοιλοπονούσα
και των βουνών οι κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν.
Έσκαγαν βράχια σαν τ’ αυγά σε κομματάκια μύρια,
και τα δεντριά τσακίζονταν μέσα σε μαύρες τρύπες.
Δεν ήσαν πόνοι του κορμιού,
του τοκετού οδύνες,
μα ήσαν οιμωγές ψυχής,
μαράζι μαύρο της καρδιάς,
θρήνος και κλάμα κι οδυρμός
που τα παιδιά θ’ αρπάξει.

Της κάθε μάνας, σα γεννά και σαν κοιλοπονάει
τα βογγητά κρύβουν χαρά, που βρέφος θ’ αγκαλιάσει

Και ειν’ αυτές οι θύμησες
βράχια  βαριά, γρανίτες εκατότονοι  
επάνω στ’ άσπρα στήθια μου
που βρέφος δε θηλάσαν.
Έξι παιδιά μεσ’ στην κοιλιά
στην αγκαλιά κανένα.
Κορίτσια, αγάπες μου γλυκές,
Δήμητρα σταχοφόρα, Ήρα μου εσύ πανέμορφη
και συ σεμνή μου Εστία,
αγαπημένες κόρες μου, στολίδια της ζωής μου,
κι αγόρια μου, λεβέντες μου,
θαλασσινέ μου βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα,
πανέμορφέ μου Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου
και Δία στερνοπαίδι μου, πρωτάρχοντα και κύριε
της οικουμένης όλης,
παιδιά μου,
ελάτε, στην αγκαλιά της μάνας σας,
ελάτε αθάνατα παιδιά,
που άστοργα κι άσπλαχνα
ο πανούργος  πατέρας σας Κρόνος
για αιώνες
ένα προς ένα κατάπινε

Για αιώνες,

από φόβο
που τα μέλη του έλυνε
τα  παιδιά του  τ’  αθάνατα
κατάπινε άστοργα

από φόβο,

Τιτάνιος θεός, ανελεύθερος δούλος τιτάνιου φόβου
Απ’ το φόβο,
ο δαμαστής κι αφέντης των πάντων
δαμάστηκε.

Δεσμώτης ο φόβος θεών και θνητών
σε πράξεις ανόσιες σπρώχνει.
Λυσιμελής ο τρόμος
με χίλιους κόμπους άλυτους  τη βούληση δένει
και —τι κι αν είναι θεός;—
τιποτένιος κι ανάξιος δούλος του γίνεται

Από φόβο
την εξουσία μη χάσει
κι αδύναμος ξοριστεί
σαν το γεννήτορα.

από φόβο,
μην  πάνω του πέσουν
τα ουράνια πάθη,

από φόβο
τέτοια που έκανε
παρόμοια μη λάβει,
τα παιδιά του
ο θεός ο Τιτάνιος
κατάπινε άστοργα.

Τις γέννες μου περίμενε και σαν ερχόταν η στιγμή
τα μωρά μου κατάπινε
Τέλος, στην έκτη γέννα μου
αντίς για βρέφος θεϊκό  λιθάρι φάσκιωσα,
τον αφαλό της γης,
και κείνος, απ’ τη Γαία ποτισμένος
με τη μαύρη του μαντραγόρα ψυχή,
με μιας την κατάπιε.

Ψεύτικη γέννα κι ωδίνες ψεύτικες.
Η γυναίκα τα πάντα μπορεί
για να σώσει από άντρα σκληρό τα παιδιά της

………………
Στης μάνας μου τις προσταγές
Πρόθυμη πάντα.
«Ίσια να πας, ευθεία
Πάρε τη στράτα τη φαρδιά,
πήγαινε κι έλα ευθεία
Όχι λοξοδρομίσματα,  σε στέλνω απ’ ανάγκη».

Βοτάνια να της φέρω,
Των σπλάχνων της βοτάνια φοβερά
να φτιάξει φίλτρα,
να τα ’χει να πορεύεται και να γιατροπορεύει

Κι ήταν σκοτάδι γύρω μου και άγριος ο χειμώνας
Κι ανέβαινα……………………….
(από το τετράδιο)

………………………………………..
Συ όμως, Δία πατέρα
τον πανδαμάτορα Χρόνο
τον πατέρα σου Κρόνο
τον δάμασες
και όρισες
στο θρόνο του πάνω να μένει ακίνητος
με δεσμά άλυτα, άρρηκτα
της Γαίας, τ'  Ουρανού
και της μάνας σου Ρέας
της οργής και του μίσους αντίδωρα
για το άδικο που έπραττε,
τα παιδιά του από φόβο να τρώει.

……………………………………………………………….

 (χορεύουν σχεδόν στα τέσσερα, και σέρνονται κατά διαστήματα)
Στα πρώτα χρόνια, τα παλιά,
γης, ουρανός και θάλασσες,
όλα καλά κι όλα σοφά
και μ’ ομορφιά χτισμένα.
Ζωή καμιά και πουθενά μια ζωντανή ανάσα.
Μα σαν εκόντεψ’ ο καιρός ζωή στη γης ν’ ανθίσει
κατέβηκαν και οι δώδεκα σε σπήλαιο ανήλιαγο
βαθιά στης γης τα έγκατα τα ζωντανά να πλάσουν,
και λασπονέρι, με φωτιά
και μ’ όσα άλλα υλικά μ’ αυτά ανακατεύονται,
τα φτιάξαν ζωντανό πηλό
και σε καλούπια τα ‘βαλαν
κι όσα πετούν και περπατούν
και κολυμπούν και σέρνονται
τα πλάσαν οι αθάνατοι.
Μα πα’ στην κρίσιμη στιγμή που ‘ταν να τα στολίσουν,
τα παρατήσαν κι έφυγαν.
Και φώναξαν εσένα, Πυρφόρε Προμηθέα,
εσένα και τον άλλον,
τον αδερφό σου, τον αντίποδα,
-π’ όση σοφία έχεις εσύ
τόση από κείνον λείπει-.

(ορθώνεται)
Ο άλλος τότε ο δίδυμος
και σ’ όλα αντίποδάς σου
όλα τα δώρα  μοίρασε
στα ζωντανά·
κι άοπλους κι αστόλιστους
μας άφησε.

Όλα τα δώρα ξόδεψε στο στόλισμα των ζώων,
Φτερά και δέρματα σκληρά,
δόντια αιχμηρά και τρίχωμα πυκνό
τρέξιμο γρήγορο,
και φτεροπεταγίσματα
στον γαλανόν αιθέρα.
Κι άφησε, ο ανόητος, για μας
μονάχα λίγες τρίχες
και κάτι νύχια άχρηστα,
μ’ αυτά να πορευτούμε.

Επιμηθέα, γυμνούς μας άφησες,
ολογυμνούς και χωρίς τρίχωμα,
γυμνούς κι ανυπόδητους
ακάλυπτους κι άοπλους.
Στα υγρά κι ανήλιαγα  λαγούμια
της γης τρυπώναμε
σιχαμεροί ασπάλακες.

Τυφλά τα μάτια μας,
θωρούσαν μα δεν έβλεπαν.
Ήχους τ’ αυτιά μας άκουγαν
χωρίς να ξεχωρίζουν.
Ο νους τυφλός και στο μυαλό σκοτάδι.
Η φτερωμένη σκέψη ανύπαρκτη,
επίπεδη, ανίκανη να βρει,
να μάθει, να νοήσει,  να προκόψει.

Χορός
Ο νους ο αφώτιστος σκλάβος του φόβου γίνεται
για τ’ ανερμήνευτο,
άθλιος δούλος του τρόμου
για τ’ ανεξήγητο.

Ιερέας
Ο ουρανός, η γης, τ’ αγρίμια
εχθροί μας
και μείς δρομείς του πουθενά
από του Δία την οργή την αστραπόβολη
αλάργα να βρεθούμε, να σωθούμε
που τ’ αχαμνά του πλάσματα, τ’ ακόσμητα
γύρευε να ξεκάνει.


Ιερέας (ανάβει τη δάδα του από φωτιά που καίει στη μέση της σκηνής)
Σε σένα τα πάντα χρωστάμε,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Τα δικά σου τα χέρια
τον πηλό ξαναπλάσαν,
και μας χαρίσαν των θεών τη μορφή,

Χορός  (ορθώνεται)
όρθια, στητή κορμοστασιά
και βλέμμα που ολόψηλ’ αγναντεύει,
και για δικιά μας χάρη και χαρά
της φωτιάς της δικής τους
—πολύτιμο, ανεκτίμητο δώρο—
κοινωνούς και κατόχους μας έκανες.

Ιερέας
Βωμούς κι αγάλματα θεών
πρώτα να φτιάχνω μ’ έμαθες
να γλυκαθεί η οργή τους,
που αποδέκτη κλοπής με λογάριαζαν.
Τσίκνα απ’ τα σφάγια και κάπνα
οι προσφορές μου,

Χορός
το τίποτα…

Ιερέας
σκέτοι καπνοί από λιβάνια και φυτά μυρωδάτα,
γαλιφιές και λόγια του αέρα,
ύμνοι λατρευτικοί, αλλά από φόβο…
…οι προσφορές μου,

Χορός
το τίποτα…

Ιερέας
οι προσφορές μου
τσίκνα από λίπη και κοιλιές
όχι ψαχνά του σφάγιου,
—αυτά για μας τα όρισες—,

Χορός
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.

Ιερέας
Και να μαντεύω μ’ έμαθες.
Πλάτες προβάτων,
των όρνιων τα πετάγματα,
οι κεραυνοί και οι σεισμοί,
το μαύρο ήπαρ του βοδιού,
τα Μορφικά τα όνειρα,
των Δρυίδων ψιθυρίσματα,
τα λόγια απ’ τις μορφές των νεκρών
σε υδάτινο καθρέφτισμα,
όλα, μα όλα,
τα όπλα μου είναι,
και τ’ άγνωστα μελλούμενα κατέχω.
Έτσι αντιπαλεύεται αυτό που εκείνοι ορίζουν
κι αλλάζει η μοίρα.
Ο άνθρωπος γίνεται αφέντης της ζωής του και κύριος.

Χορός
Η αγάπη μου όλη για σε,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μου.

Γεωργός
(ανάβει τη δάδα του)
Τα μυστικά της Δήμητρας μου ’μαθες
και γίνηκα της γης τρυφερός εραστής,
και παιδευτής ακούραστος.

Μου ’πες,
στον ουρανό η ματιά σου πάντα,
τ’ Αυγερινού το κάλεσμα,
του Αποσπερίτη τ’ αθόρυβο διάβα
μη χάνεις,
των εποχών τις αλλαγές μάθε ν’ ακούς,
να οσμίζεσαι
απ’ των ανέμων την ανάσα
και τ’ αλλιώτικο φύσημα.
Μάθε ν’ ανθίζεσαι,  
πότ’ είν’ η ώρα, για σπορά,
για θερισμό, για λίχνισμα και γι άλεσμα
και γι αμπελιού τον τρύγο,
για λιόκαρπου το μάζωμα
και πότε πρέπει σ’ οψιγιά τα στέμφυλα ν’ απλώνεις.
Και γίνανε τα φοβερά των εποχών γυρίσματα
φίλοι και σύμμαχοί μου.
Με χαλινάρια, με ζυγούς
τ’ άγριο ταυρί το μέρεψα,
και τ’ άτι το ατίθασο
φίλος μου γίνηκε
και γλήγορό μου πόδι.

Της μάνας Γαίας φροντιστής,
μ’ αυλάκια καλοφρόντιστα ποτίζοντας το χώμα,
καρπίζω τ’ άγονα, τα λεπτόγαια,
στα χρυσοτόπια της Δήμητρας
κυμματισμοί ευλογίας αέρινης,
των κόπων μου τα δώρα.

Αγρίμια δάμασα,
συντρόφους οικόσιτους, βοηθούς ακάματους
στο σκληρό της γης τ’ όργωμα τα ’καμα.
Το χέρι μου τ’ αδύναμο,
με τ’ αλετριού το σίδερο και του μυαλού τη φλόγα,
εγίνηκε κατακτητής
και στέριωσα και πρόκοψα.
Γεμάτη η αυλή μου μερωμένα ζωντανά,
όλα στη δούλεψή μου,
πλέριες οι αποθήκες μου,
με ξηροκάρπια και τροφές
για τους βαριούς χειμώνες.

 Χορός
Κι αυτά χάρη σε σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας

Γεωργός

Χορός
Ο Δίας πάλι εκδικητής,
—συφορά μου μεγάλη—
φτιαχτή γυναίκα, πλάσμα αγέννητο,
χωρίς των θνητών του αφαλού το σημάδι,
σκάρωσε,
και του αδερφού σου τη χάρισε,
—γλυκιά ζωή γι αυτόν, πικροζωή για μένα—.
Ασύνετα την έκανε κυρά κι αρχόντισσά του,
και η δικιά σου συμβουλή λόγια μονάχα,
γράμματα σκόρπια, στη σειρά , μα νόημα κανένα.
«Δώρο απ’ τους θεούς να μην καταδεχτείς,
άδωρο κι ολέθριο θα ’ναι».

Γιατρός
Ο καθάριος, ο έξυπνος νους ακούει κι αισθάνεται.
Αυτός, αυτός μόνο της επίγνωσης ο αίτιος είναι.
Παιδί του νου η αλήθεια,
σε δρόμο σωστό, στην ευθεία οδό,
των ανθρώπων τα βήματα βάζει.

Χορός
Το όνομά της, Πανδώρα,
γητεύτρα πανέμορφη,
—ο νους να τα χάνει—
και —ώρα  μισητή, ώρα καταραμένη—
της δώσαν οι θεοί ένα κουτί για προίκα.
Σαν τ’ άνοιξε, έτσι απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
όλου του κόσμου τα δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
αρρώστιες, πόνοι, βάσανα
κι ό,τι κακό, κι ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
Αρρώστιες, πλήθος φοβερό,
ανίατες… έτσι ο Δίας το ’θελε.
Απ’ το κουτί ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
των θρήνων άθλια βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
κατάρες για την τύχη μας,
και βλαστημούσαν άπρεπα κορμιά βασανισμένα.
Πώς σ’ ένα τόσο δα κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
του κόσμου όλου τα βάσανα
και η πικρή Ανάγκη;

Γιατρός
Ικέτες ταπεινοί τους βωμούς των θεών αγγίζοντας,
γιατρειά, απαλλαγή, λυτρωμό περιμέναμε.
Παρηγορήτρα ελπίδα, αυτή μοναχά
τους άθλιους βροτούς στη ζωή συγκρατούσε.
(ανάβει τη δάδα του)
Εσύ ’σουν η ελπίδα μας  
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.

Δάσκαλος γίνηκες σε μαθητή απελπισμένα πρόθυμο
Κι ολημερίς πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
ή χάνομαι, για μέρες,
για εφταήμερα
και για μηνούς ολάκερους,
σε φαραγγιών φιδόδρομους
σε τόπους βαλτωμένους.

Κλωνούς  φυλλάκια και ριζά
βρίσκω, ξεραίνω, τρίβω
και, στη χάση ή τη γέμιση,
της πάγχλωμης αρχόντισσας,
της κυβενήτρας της νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
μιλημένα σκαρώνω γιατρικά,
με προσοχή και σύνεση, με μέτρημα και γνώση
μιας και όσα δίνουνε ζωή
και λύτρωση από πόνους,
τα ίδια αυτά στον ύπνο τον αιώνιο
βυθίζουν τους ανθρώπους.

Με τη δροσιά της χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
της μεγάλης ευθύνης το βάρος φέροντας,
σκευάζω και φτιάχνω,
από μέντα, σκόρδο δύσοσμο,
αγγελική και δυόσμο,
μάραθο, ρόδι, δίκταμο,
τσουκνίδα, και θυμάρι,
ρίγανη, δεντρολίβανο
κι απ’ άλλα χίλια μύρια της γης δωρίσματα,
σκευάζω και φτιάχνω
σκόνες, και αφεψήματα,
ματζούνια, καταπλάσματα,
βάλσαμα κι άλλα γιατρικά
να τα ’χω να γιατρεύομαι
και να γιατροπορεύω.

Για τα νεφρά τα άρρωστα,
για στομαχιού τους πόνους
μου ’μαθες το χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
και με τα δάκρυα κλαίουσας
τον πυρετό να ρίχνω.
Για τον βαθύ το βήχα ο ευκάλυπτος,
για τ’ ανακάτεμα του στομαχιού ο δυόσμος
—που ’ναι καλός και σαν τριφτεί σε μέλη πονεμένα—.
Για να κοιμούνται τα παιδιά
αρκεί μια τόση δα γουλιά
της υπνοφόρου μύκωνος
και ο Μορφέας φτερωτός στην αγκαλιά τα παίρνει.
Σαν αφορμίζουν οι πληγές
με του ψωμιού τη μούχλα
κλείνουν, γιατρεύονται με μιας.
Του λιναριού το σπόρο λιώνοντας
φτιάχνω γιατρικά
για τους γυναίκεια πάθια,
τα έμμηνα.

Να ξεχωρίζω μ’ έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
φίλτρα να φτιάχνω από βολβούς
από τα σπόρια σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
και μ’ όλ’ αυτά
—κι άλλα πολλά που δεν τα φανερώνω—
αμίλητα φίλτρα σκαρώνω
να πιάνουν φλόγα τα κορμιά,
να συνταιριάζουν οι θνητοί
—ακόμα και οι αταίριαστοι—
ν’ σμίγουν οι αθρώποι
και να σφιχταγκαλιάζονται,
να μη χαθεί το γένος μας
κι αφανιστεί η φυλή μας.
……………………………………………………………………………….
Δίας
Το βδέλυγμα αυτό ευεργέτη λογιάζετε;
Τον αδιάντροπο κλέφτη, τον άρπαγα,
μπροστά μου τολμάτε με δάδες να υμνείτε;
Σκύψτε βαθιά, γονατίστε, το χώμα φιλήστε
τιποτένια,  αδέξια πλάσματα,
σβήστε τις δάδες, θάψτε τες
και τους ύμνους σε μένα,
για μένα και μόνο για μένα
υψώστε.
………………………………………..
Και συ, της συφοράς μου μάντη,
που απ’ το δικό σου ανίερο στόμα
πήρε φτερά κι απλώθηκε
η φήμη του χαμού μου,
φραγμό βάλε τα δόντια σου
στα ψεύτικά σου λόγια
και μάσησε, κατάπιε τα
που τ’ άφησες κι απλώθηκαν,
κι ενάντιά μου στέκονται θνητοί,
θεοί και δαίμονες
και κρυφοψιθυρίζουν.

Εσύ, που λάθρα, ακάλεστος
τα χίλια μάτια του Κράτους μου γέλασες
κι απ’ της σκύλας της Βίας τ’ ανίκητα ρόπαλα
γλίστρησες
και λάθρα, ακάλεστος
στο πανώριο το σπίτι μου μπήκες,
θα κλάψεις πικρά και ικέτης θα σέρνεσαι

Μπροστά στο δικό μου θυμό,
Θεός ποιος, Θνητός ποιος,
να στέκεται αγέρωχα δύναται;
Μονάχα συ, μισητέ και αυθάδη
τολμάς ίσια στα μάτια , σαν ίσος
να θωρείς το θεό σου.
Στις βροντές του θυμού μου, ποιος;

Προμηθέας
Τ’ ανέμου και των σύννεφων παιγνίδια και γυρίσματα
Δίας
Στους κεραυνούς της οργής μου, ποιος;
Προμηθέας
Σπιθίσματα πελώρια  του αιθέρα
πάνω στων αντιθέτων τη σύγκρουση
Δίας
Σκάσε, σ’ ακούν.
Το στόμα σου κλείσε.
Θες να τους μάθεις να σκέφτονται;

Προμηθέας
Τρέμεις, τη γνώση  φοβάσαι.
Το δρόμο τούς άνοιξα….
Μόνοι τους… «Όστις θέλει…»
Δίας
Ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα.
Από τ’ άλογα ζώα, χειρότεροι.
Προμηθέας
«όστις θέλει…», ελεύθεροι αυτοί θα επιλέγουν.
Δίας
Σαλεμένο μυαλό, σαλεμένα τα λόγια
Προμηθέας
Δύναμή  σου, τ’ ανερμήνευτα,
κι οι συντυχιές ...
Αυτά σε βολεύουν,
έτσι να σκέφτονται θέλεις.

Δίας
Μαρτύρα το, πες.
Ειδεμή, τώρα δα τα τέρατα αυτά θα προστάξω
και θα γενεί τ’ άθλιό  σου κορμί
με τα βράχια του Καύκασου ένα.
Αιώνια
Τ΄ ορκίζομαι.
Στης Στύγας το μαύρο νερό
και στα εννιά φιδωμένα ποτάμια,
που ζωσμένη κρατούν την παμβώτιδα.
Αιώνια.
Ο μόνος όρκος  που μπορεί να με δέσει…
Προμηθέας
Δε πα να λες… «Όστις θέλει…»

Χορός ανθρώπων (*ελεύθερη απόδοση από τον Ησίοδο)
Για σε φοβάμαι, σκιάζομαι,
Προμηθέα παράτολμε.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε.
*Νάτην, η Ίριδα η εφτάχρωμη με το χρυσό λαγήνι,
πέταξε κι έφτασε.
Φέρνει εκείνο το νερό,
που πάντα κρύο πέφτει απ’ ενός βράχου την κορφή,
σπονδές να κάνει ο Δίας
και με το μαύρο το νερό τον όρκο να σφραγίσει.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε
στου Ωκεανού την κόρη την πρωτότοκη,
με τη γοργή φυρονεριά,
τη μισητή απ’ αθάνατους,
την τρομερή τη Στύγα,
που διασχίζοντας τη γη,
περνά από κακοτράχαλα
και μέρη βραχιασμένα.

Έχει, η φοβερή θεά, ένα παλάτι απόμερο,
πέρα, μακριά κι απόμακρα
’κει π’ αρχινούν του Τάρταρου τα μέρη τα φριχτά.
Βράχια το στεφανώνουνε,
κι είν’ σε κολώνες αργυρές γερά θεμελιωμένο.
Τα πιότερ’ από τα νερά της ιερής πηγής της
κάτω απ’  της γης τα έγκατα
κυλούν και γοργοπάνε,
και μέσ’ στου Ωκεανού τη σκοτεινιά
πελώριοι, πανώριοι βραχίονες γίνονται.
Το ένα απ’ τα δέκα στον όρκο ανήκει.
Τ’ άλλα, τα εννιά, φιδώνουν τη γη ολοτρόγυρα,
του κάμπου του υγρού την ολόπλατη  ράχη,
κι απέ στη θάλασσα χύνονται
σε χίλιους ασημένιους στροβίλους,
ρουφήχτρες και δίνες και χειμέρια κύματα.
Το μαύρο νερό που πέφτει πάν’ απ’ το βράχο
για τιμωρία τους είναι,
τιμωρία θεών.

Κορυφαίος
Μα σαν κανείς απ’ τους θεούς,
που κατοικιά τους έχουν
τη χιονισμένη του Ολύμπου κορφή,
τον όρκο πατήσει,
για ένα χρόνο χάνει την πνοή της ζωής του,
και μήτε νέκταρ γεύεται μήτε την αμβροσία
και μένει ακίνητος,  
δίχως ανάσα,
χωρίς να μιλεί,
σε νάρκη βαριά βυθισμένος.
Μετά, για χρόνια ολόκληρα εννιά
ζει απ’ αθάνατους χώρια,
πέρα, μακριά, κι απόμερα
και με σινάφι θεϊκό
πάνω στη δέκατη χρονιά
μονάχα ξανασμίγει.

Δίας
Το  φοβερό τον όρκο μου
με μαυρονέρι σφράγισα.
Πριν φύγει η εφτάχρωμη, και μαζί της τον πάρει,
λέγε, μαρτύρα, φανέρωσε,
μήπως κι αλλάξω τη γνώμη.
…………………………………………………………..

Προμηθέας
Θεός δεν είσαι.
Του μυαλού τους ο φόβος σε γέννησε,
φάντασμα άπιαστο,
του αγνώστου η άγνοια
κι ο τρόμος.
Θεός δεν είσαι

Όσα φοβούνται,
-τη Μοίρα, τις κόρες της,
των εποχών τα γυρίσματα,
τον φοβερό τον Τυφώνα, την Έχιδνα-
θεούς κι αμέτρητους δαίμονες τα ’φτιαξαν
και δίπλα σου τα ’βαλαν
εσύ να τα ορίζεις.
ΟΛΑ.
Έξω από Στύγα, Ανάγκη και Μοίρα.

Και όσο φοβούνται
τόσες θυσίες σου κάνουν
την οργή να κοπάσεις
και να μην καταστρέψεις αυτά
που δεν έπλασες.
Κι απ’ τα σφάγια ευφραίνεσαι.
Έτσι νομίζουν…
μα αναπαμό δεν έχουν.

Το ταξίδι τους είσαι
στ’ αληθινού τη ζήτηση.
Θεός δεν είσαι.

Δε  σ’ αγαπούν, σε φοβούνται.
Και ποιος τάχα μπορεί ν’ αγαπήσει
αυτό που φοβάται;
Η αγωνία και ο φόβος τους σ’ έπλασαν
και στον Όλυμπο σ’  έστησαν
για να ‘σαι μακριά τους.
Θεός δεν είσαι,
γι αυτό και φοβάσαι

Το Ποιος θε να ‘ρθεί και  από Ποια
-Παρθένα και Μάνα μαζί-
δε θα πω.
Δίας
Για τη Θέτιδα η Θέμις διαδίδει
πως ο δικός μου ο γιος απ’ αυτή γεννημένος …
Προμηθέας
Καλά, έτσι νόμιζε, στην πλάνη σου βολέψου

Δίας (μονολογεί)
Και με την όμορφη Ιώ ξανά δε θα πλαγιάσω
μη και γεννήσει παιδί μου
που θα ’ναι από με δυνατότερο,
μα για πάντα, με άλλη μορφή,
γύρο-τρογύρο από με θα γυρίζει
Προμηθέας
Μέσα τους σκάλωσες,
δικό τους κατασκεύασμα είσαι.
Άλλον προσμένουν.
Έτοιμοι να τον δεχτούν ακόμα δεν είναι.
Και τα δώρα που πήραν…
όχι, δε φτάνουν
η σπίθα του μέσα μυαλού τους ν’ ανάψει

Το Ποιος κι από Ποια δε θα πω,
δε θα πω.

Άλλοι, πολλοί,
για τα νέφη,
για των πλάνητων άστρων τους κύκλους
θα πουν,
για των αστραπών, των βροντών σου το μύθο
θα γράψουν.

Άλλοι, πολλοί,
για τον Έναν θα πουν,
θα διδάξουν…
για τον Έναν που θα ‘ρθει…

Άλλα πια δε θα πω…
Σιωπή…

Μα η ώρα σαν φτάσει,
σαν την ομίχλη που φεύγει
στη ζέστα του ήλιου,
έτσι θα φύγεις
και πίσω θ’ αφήσεις
αχνάρια μονάχα,
ναούς και βωμούς κι αγάλματα πάλευκα,
της ανάγκης για Ελπίδα και Αγάπη.

Και τότε…
Σιωπή…
Άλλα πια δε θα πω…
Άλλον γυρεύουνε,
μα η ώρα Του ακόμη δεν ήρθε.
Σωπαίνω.

Δίας
Ναι, θα σωπάσεις!! … για πόσο;
Παλληκαρά, θρασύτατε, γελοίε αλαζόνα
θα δεις, θα μάθεις, θα γευτείς,
θα πεις πως δεν αντέχεις
δεμένος μ’ αλυσόβεργες
πάνω στο μαύρο βράχο
με τεντωμένα ολόσφιχτα
τ’ ανίερά σου χέρια,
σαν, κάθε που ο Απόλλωνας
επάνω στα μεσούρανα το άρμα του θα φέρνει,
θα ’ρχεται άσπλαχνος  αητός
τα σπλάχνα σου να τρώει
και θα κολλάνε τα ριζά
του υπερπόντιου Καύκασου
απ’ το δικό σου αίμα,
αίμα πικρό, αίμα ’χνιστό,
του συκωτιού σου ολόπηχτο ιχώρα.

Σ ι ω π ή!!…, καλά, τώρα το λες.
Τα ουρλιαχτά του πόνου σου
ταχιά τη γλώσσα θα σου λύσουν
και θα καταριέσαι πικρά τη μαύρη σου τύχη.

Προμηθέας
Για τύχη μιλάς; Ποια τύχη τάχα;
Αυτό τουλάχιστον να το ’ξερες θα ’πρεπε …
Δίας
Το ποιο δηλαδή;
Προμηθέας
Πως τίποτα δεν είναι τυχαίο
Δίας
Πάρτε από την όψη μου μπροστά
το βλάσφημο, το μισητό προδότη,
που, πιότερο από με, τους δίποδους αγάπησε
και φρόντισε
τιμές και δόξα πρόσκαιρη
από αγνώμονες θνητούς
για λίγο να κερδίσει.


Κοιτάξτε τους πώς μάζεψαν
σαν τα δαρμένα τα σκυλιά
στα σκέλια το φωτισμένο τους μυαλό!
Κοιτάξτε, καμαρώστε τους
οπού τις δάδες σβήσαν
και σκύψαν τα κεφάλια τους  
και γλύφουνε το χώμα!!
(φεύγει καγχάζοντας)

Χορός (όλα τα πρόσωπα εναλλάξ, το «φοβάμαι» όλος ο χορός)

1. Οι σκέψεις μου,
-χορός αγρίων έξαλλος-
βροντοχτυπούν το στέρφο χώμα,
2. ο γδούπος των πελμάτων
βαρύς τραχύς και απτόητος
για να καρπίσει η μέσα γη μου.

3. Τα γράμματα… άναρχα
κλεμμένα απ’ την πανάρχαια αλφάβητο
Φοβάμαι … αυτά που γίνανε …
μπροστά μου τα βλέπω, στο τώρα στο αύριο …

4. Οι λέξεις… βουρκωμένες
Μήτρα ο νους,
μοναχικός Ιάσωνας
μπροστά στις Συμπληγάδες
5. Ο πηγαιμός σαν ερχομός,
η ανησυχιά της προσμονής
σαν τόκος απρόσμενος
6. ακούσια εκούσιος,
να φύγει ή όχι τάχατες
η άσπρη περιστέρα;
Φοβάμαι,
φράση σωστή ν’ αρθρώσω δε γίνεται ….

7. Κυνηγημένος ιδρώς του Ιάσωνα
από τη γνώση που κατείχε
πριν δει, πριν μάθει,
8. και τώρα αποκαλύπτεται
κάθε ίδια στιγμή
τόσο αλλιώτικη
σε ένα παρόν αδιάλειπτο.
Φοβάμαι … οι αρμοί του κορμιού μου αδύναμοι,
του χτες τα φαντάσματα, δίπλα μου, γύρω μου …

9. Στο λιοτριβειό του νου
αναδεφτήρας οι μυλόπετρες,
πετροχυμό δε βγάζουν
παρά μονάχα αν συνθλιβούν τα λόγια,
10. τα πνιχτά επιφωνήματα,
οι μισές κοφτές λέξεις,
οι λέξεις-ανάσες.
Φοβάμαι…

11. Ριζώνει πάλι μέσα μου του φόβου το στοιχειό,
σαν τρομερό αρπαχτικό,
αιμοβόρο παράσιτο,
το νου μου ξεσκίζει.

Χορός (εν χορώ)
Αλίμονο, οι ταλαίπωροι,
δύσμοιρο γένος, σπόρος άτυχος.
Πάνω μας πάλι θα πέσουνε
συφορές και κακά ανομολόγητα.
Πάλι εγώ, ο ταλαίπωρος, ο άμοιρος,
τις δικές τους θα πληρώσω διχόνοιες.
Η Ανάγκη αδυσώπητη
τα δόκανά της στήνει.
Παρασαλεύεται η Τάξη, το νιώθω.
Ένοχος αυτός ορίζεται, ο δικός μου ευεργέτης.
Στην Ύβρη έπεσε,
το Δία αρνήθηκε, πρόσβαλε,
την Τύχη απαρνιέται.
Η Αδράστεια, η Νέμεση
να!! να!! …,
έρχεται το Δίκιο της πίσω να πάρει
απ’ αυτόν κι από μένα τον άθλιο.
Φταίχτης αθέλητα έγινα,
μοναχά για να ζήσω τα δώρα του δέχτηκα.
Αλίιιιιιι… χαμένος κι εγώ
Όιιι, χάνω το νου.
Ωχούυυ, αλίιι,
τα πάνω κάτω θα ’ρθουνε,
ο κύκλος ο φαύλος σαλεύει,
Δεινά της Άτης, της θεοτρέλας,
φοβερά, πάνω του πέσανε
και σε μένα Δεινά  θε να ’ρθουν
να με λιώσουν,
Δεινά,
που στόμα θνητό να ’στορίσει
δε θα μπορέσει ποτέ,
ποτέ,
στον αιώνα τον άπαντα.
Γεωργός
Αυτοί αστράφτουν και βροντούν
κι εμέ χτυπούν οι κεραυνοί
και μένα οι μπόρες πιάνουν
και μέσα μου τρυπώνουνε
των υετών τους οι ριπές
βαθιά, μέχρι τα μέδουλα
και την ψυχή μου πνίγουν.

Ιερέας (ο μόνος που κρατάει αναμμένη τη δάδα)
Στα πόδια σου ορθώσου, το βλέμμα ψηλά.
Σε άνθρωπο αντρείο μιζέρια και θρήνοι δεν πρέπουν.
Ο φόβος τις θύμησες διώχνει,
στους ανέμους τους πέντε σκορπά
την καλή και χρυσή σου εποχή.
Μη φοβάσαι απ’ τα λόγια,
οι φοβέρες του Δία
μην αφήσεις τη χαρά να σου πάρουν.
Όπλο τα χρόνια τα καλά,
το φόβο σου θα διώξουν.

Τα κρόκαλα πάρε στα χέρια
απ’ του Μίνωα την ένδοξη χώρα
και τους άσπρους πυρόλιθους
του πόντιου Καύκασου
και άκου, με το μέσα μυαλό αφουγκράσου,
το μέλος που φέρνει η Όστρια,
(ακούγεται πεντοζάλης)
το τραγούδι της κόρης του Αστέριου,
της πανέμορφης Κρήτης.
Στις πέντε ζάλες
της ψυχή σου τα βήματα

Να, έτσι με τα χέρια σου τα πυρολίθια χτύπα,
το ’να με τ’ άλλο, με ψυχή δυνατή,
πα στον αντρίκιο το ρυθμό
που σώμα πνεύμα και μυαλό
ορθώνει και φτερώνει.

………………….
Ιερέας
Σαν φτερώσει η ψυχή
κι η φλόγα της καρδιάς μας ανάψει,
τα πόδια ακάματο χορό αρχινούν,
ακούραστο κι ένθεο.

Έτσι, παιδιά μου, χορέψτε σε πυρρίχιο ρυθμό
μη θρηνείτε, χορέψτε,
δοξάστε.
Τον αχό του χορού σας ακούγοντας
ξέρει πως δε θα ’ναι χαμένη
η δική του θυσία.

(σε έκσταση, από μακριά ακούγεται το «Τις Θεός …»)
Ο Ένας, όπως το ’πε, θε να ’ρθει
Ο φόβος θα φύγει …

Η φωνή του Προμηθέα
Η Αγάπη εκβάλλει το φόβο,
καταργεί την Ανάγκη, την Άτη ακυρώνει
τα δεινά υποφερτά,
δεν αγγίζουν τη γαλήνια ψυχή

Ιερέας
Όπως τα ’πε θα γίνουν,
θα γίνουν …
το δικό του θελημένο μαρτύριο,
προτύπωση είναι
της θυσίας Εκείνου απ’ Αγάπη

Η φωνή του Προμηθέα
Η φιλότης σταυρωτά καρφωμένη
ουράνια κι επίγεια θα ενώσει …
Ιερέας
Ετοιμάσου.
Η φωνή του Προμηθέα
Ελεύθερος, χωρίς δεσμά …
απελεύθερος ….
Ιερέας
Μέσα στων χρόνων τ’ απρόβλεπτα,
μην ξεχαστείς και γίνεις αγρίμι
απ’ όλα τ’ αγρίμια χειρότερος.

Ποτέ μη γενεί άνθρωπος γι άνθρωπο λύκος,
άρπαγας λύκος κακόψυχος κι άπονος
για τη γενιά του την ίδια,
για τη μάνα του γη.
Μην ξεχαστείς, μην αφεθείς.
Για τα καλύτερα είσαι φτιαγμένος.
Ψηλά να θωρείς

Η φωνή του Προμηθέα
Άνθρωπε, Άνω θρώσκε

Ιερέας
Άνθρωπος μείνε.

Χορός (πανηγυρικά)
Πυρφόρος ο νους,
πυρφόρα η καρδιά
πυρφόρα η ζωή μας.
ΤΕΛΟΣ


Αρχιτέκτονας
Όλα τα ζωντανά της γης
θεριά κι αγρίμια φοβερά
ή καλομερωμένα,
ξέρουν το που, το ποια τροφή να βρουν
και που να καταλύσουν
εγώ δεν είχα να σταθώ μέρος…..

και αυτή την τέχνη
σε σένα τη χρωστώ
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μου
Βρίσκω τον τόπο το σωστό
Νάχει κοντά νεροπηγή για ποταμό….
και κατά τις ανάγκες μου μετρώ, υπολογίζω
Σπιτάκι θεμελιώνω
Ραντίζω το λιθάρι που πρώτο βάζω μες στη γη
στην άκρη μιας γωνίας
Με αίμα αλέκτορα περήφανου
Και κοκκινολειράτου
Για να χορτάσει ο εγκέλαδος
Και σπίτι μη γκρεμίσει
Με όμοιο τρόπο πέτρες μεγάλες λαξεύω
Και αρχινώ τους τοίχους γερούς ….
Ανάμεσα με λάσπη
Για να δεθεί η λάσπη και να ν το σπίτι μου γερό και καλοστεριωμένο

Αυγά άχυρα και μαλλιά από κατσίκες

Τραμουντάνα χτίζω τα τοίχια πιο παχιά
Και με ανοίγματα λίγα
Κι απέξω ελιές
Από του νότου τη μεριά
Κληματαριές για τη δροσιά
Και για τσαμπιά στυφύλια στο πιάτο μου

Χορευτικό
Τους δώδεκα θεούς,
τους δίμορφους, τιμώντας,
θυσίες στους βωμούς τους προσφέρω.
Με άνθια και δάφνες στολίζω τ’ αγάλματα
την εύνοιά τους να ’χω
και τ’ αγαθό τους πρόσωπο
σε μένανε πάντα να στρέφουν.

Πίσω απ’ εκείνων τις τιμές
η αγάπη μου για σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
Προστάτη κι ευεργέτη μου.

Οι προσφορές μου αναίμακτες,
κάνιστρα ανθισμένα,
κρατήρες με πρωτόλαδο,
από τον άγουρο καρπό του ευλογημένου δέντρου,
λαγήνια πλέρια με άκρατο
του Διονύσου αίμα ευφραντικό,
κοφίνια με ξανθόσπορο,
της καρδιάς μας το στήριγμα,
αγριόμελο και γάλα....

Η γέννησή μου η δεύτερη,
ο τόκος μέσα στο Καλό,
αυτή βαραίνει πιότερο,
αυτή στο χτες εγιόρταζα,
αυτή γιορτάζω σήμερα,
και πάντα θα γιορτάζω,
γι αυτήν του χορού μου η χαρά
γι αυτήν και το τραγούδι.

Με είδες, με ξεχώρισες
και σ’ έναν κύκλο φεγγαριού
αυτό που είδες δέχτηκες,
το ’καμες βίο και βιός σου,
γνωστός και γνώστης έγινες
οικεία αγαπημένος.
Η δεύτερή μου η ζωή
χρωμάτων πανδαισία,
αγάπης μοσχομυρωδιές,
της γεύσης ευωχία γλυκόμελη.
Η ακοή, δέκτης εξαίσιας μουσικής
που αέναα πηγάζει,
απ’ όσα τα μάτια μου θωρούν
κι όσα η ψυχή μου βλέπει.
Τ’ αγγίγματα, ζωής ψηλάφισμα,
μα πιότερο απ’ όλα της γνώσης το φως
που όλα τα κάνει να λάμπουν
και δίνει
στα δύσκολα θάρρος,
και γίνεται
της ζωής ο αγώνας
πανηγύρι κι απόλαυση



    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή