2009-06-11

2009-06-10 Τετάρτη


ΔΙΑΣ
Το βδέλυγμα αυτό ευεργέτη λογιάζετε;
Τον αδιάντροπο κλέφτη, τον άρπαγα,
μπροστά μου τολμάτε με δάδες να υμνείτε;
Σκύψτε βαθιά, γονατίστε, το χώμα φιλήστε
τιποτένια,  αδέξια πλάσματα,
σβήστε τις δάδες, θάψτε τις
και τους ύμνους σε μένα,
για μένα
και μόνο για μένα υψώστε.
………………………………………..
Και συ, της συφοράς μου μάντη,
που απ’ το δικό σου ανίερο στόμα
πήρε φτερά κι απλώθηκε
η φήμη του χαμού μου,
φραγμό βάλε τα δόντια σου
στα ψεύτικά σου λόγια
και μάσησε, κατάπιε τα
που τ’ άφησες κι απλώθηκαν
κι ενάντιά μου στέκονται θνητοί, θεοί και δαίμονες
και κρυφοψιθυρίζουν.
Εσύ, που λάθρα, ακάλεστος
τα χίλια μάτια του Κράτους μου γέλασες
κι απ’ της σκύλας της Βίας τ’ ανίκητα ρόπαλα
γλίστρησες
και λάθρα, ακάλεστος
στο πανώριο το σπίτι μου μπήκες,
θα κλάψεις πικρά και ικέτης θα σέρνεσαι
Μπροστά στο δικό μου θυμό,
Θεός ποιος, Θνητός ποιος,
να στέκεται αγέρωχα δύναται;
Μονάχα συ, μισητέ και αυθάδη
τολμάς ίσια στα μάτια , σαν ίσος
να θωρείς το θεό σου.
Στις βροντές του θυμού μου, ποιος;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τ’ ανέμου και των σύννεφων παιγνίδια και γυρίσματα
ΔΙΑΣ
Στους κεραυνούς της οργής μου, ποιος;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σπιθίσματα πελώρια  του αιθέρα
στων αντιθέτων πάνω τη σύγκρουση
ΔΙΑΣ
Σκάσε, σ’ ακούν.
Το στόμα σου κλείσε.
Θες να τους μάθεις να σκέφτονται;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τρέμεις, τη γνώση  φοβάσαι.
Το δρόμο τους άνοιξα….
Μόνοι τους… «όστις θέλει…»
ΔΙΑΣ
Μήτε στον αιώνα τον άπαντα.
Από τ’ άλογα ζώα χειρότεροι
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
«όστις θέλει…», ελεύθεροι αυτοί θα επιλέγουν.
ΔΙΑΣ
Σαλεμένο μυαλό, σαλεμένα τα λόγια
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δύναμή  σου, τ’ ανερμήνευτα,
κι οι συντυχιές ….
Αυτά σε βολεύουν,
έτσι να σκέφτονται θέλεις.
ΔΙΑΣ
Μαρτύρα το, πες.
Ειδεμή, τώρα δα τα τέρατα αυτά θα προστάξω
και θα γενεί τ’ άθλιό  σου κορμί
με τα βράχια του Καύκασου ένα.
Αιώνια
Τ΄ ορκίζομαι
Στης Στύγας το μαύρο ποτάμι
και στα πελώρια φιδωμένα τα εννιά
που ζωσμένη κρατούν την παμβώτιδα.
Αιώνια.
Ο μόνος όρκος  που μπορεί να με δέσει
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε πα να λες… «όστις θέλει…»
ΧΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ελεύθερη απόδοση από τον Ησίοδο)
Για σε φοβάμαι, σκιάζομαι,
Προμηθέα παράτολμε.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε.
Να την η Ίριδα με το χρυσό λαγήνι,
πέταξ’ εφτάχρωμη κι έφτασε,
φέρνει εκείνο το νερό,
που πάντα κρύο πέφτει από ενός βράχου την κορυφή,
σπονδές να κάνει ο Δίας
και με το ξακουστό μαύρο νερό τον όρκο να σφραγίσει.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε
στου Ωκεανού την πρωτότοκη κόρη
με τη γοργή φυρονεριά,
τη μισητή απ’ τους αθάνατους,
την τρομερή τη Στύγα.
που διασχίζοντας περνά από κακοτράχαλα
και βραχιασμένα μέρη.
Απόμερο ‘χει ανάκτορο, πέρα μακριά κι απόμακρα.
Για στέφανό του βράχους,
πα σε κολώνες αργυρές γερά θεμελιωμένο.
Τα πιότερα απ’ νερά της ιερής πηγής της
κάτω από τα έγκατα κυλούν της απέραντης γης,
και μέσ’ στου Ωκεανού τη σκοτεινιά
βραχίονας γίνονται.
Το ένα δέκατο από αυτά για τον όρκο είναι.
Τ’ άλλα τα εννιά φιδώνουν ολοτρόγυρα τη γη
και του υγρού του κάμπου την πλατιά τη ράχη
κι ύστερα στη θάλασσα χύνονται
και χίλιους ασημένιους στρόβιλους,
ρουφήχτρες, δίνες ………….
Και το νερό που πέφτει από το βράχο
για τιμωρία  τους είναι,
των θεών.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Σαν ένας των αθάνατων,
που κατοικιά τους έχουν
τη χιονισμένη του Όλυμπου κορφή,
τον όρκο πατήσει,
χάνει ένα χρόνο της ζωής του την πνοή,
και μήτε νέκταρ γεύεται μήτε την αμβροσία
και μένει ακίνητος, 
δίχως ανάσα,
δίχως να μιλεί,
σε νάρκη βυθισμένος.
Μετά, για χρόνια ολόκληρα εννιά
ζει απ’ αθανάτους χώρια,
πέρα, μακριά, κι απόμερα
και με σινάφι θεϊκό
πάνω στη δέκατη χρονιά
μονάχα ξανασμίγει.
ΔΙΑΣ
Το φοβερό τον όρκο μου
με μαυρονέρι σφράγισα.
Πριν φύγει η εφτάχρωμη, και μαζί της τον πάρει,
λέγε, μαρτύρα, φανέρωσε,
μήπως κι αλλάξω γνώμη.

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή