2010-08-29

The sailor


Ναυτικός
Όποιο μέρος του κορμιού μου κι αν στύψεις
θαλασσόνερο θα βγει,
αρμυρό.

Με όπλο το νου, που ερευνά, συγκρίνει,
 αποτυπώνει και φτάνει στη γνώση
—δώρο από σένα, Πυρφόρε Προμηθέα—
το πλεούμενο —ένα με μένα που ‘ναι—,
επιδέξια ορίζω,
κι ο Άξενος Πόντος, Εύξεινος πια,
τον ιχνηλάτη του άπιαστου
τον …….. δαμαστή
καλοδέχεται,
ερέτη επιδέξιο, παγιδευτή ψαρά,
κι έμπορο μεταπράτη.

Σε όρμους νηνεμίας απάνεμους,
καιροφύλακας των ανέμων των ούριων
—προσμονή, υπομονή κι απαντοχής σκληράδα—
μέχρι να πνεύσει ο Ζέφυρος,
μέχρις η Λευκοθέα ν’ απλώσει τα λυτά μαλλιά,
μιαν αγκαλιά αφροστόλιστη
τριγύρω στο σκαρί μου,
για να ναι καλοτάξιδο.

Αυλακωμένα τα χέρια μου, δες.
Των χεριών οι παλάμες χαραγμένες βαθιά,
τραχιά των σκοινιών μονοπάτια,
της αγριάδας των κυμάτων καθρέφτες.
Όσο αγριεύει η θάλασσα,
τόσο η ψυχή βαθαίνει.

Το δικό μου το αύριο ξέρω τι κρύβει.
Ναυάγιο, ταξίδι απρόσκοπτο,
φουρτούνα, για άξαφνο μπουρίνι ολοσκότεινο,
όλα τα λογαριάζω προτού ανοίξω το πανί
να ξανοιχτώ στο πέλαγο.
Όντας  χτυπάνε το σκαρί τα τρομερά δρολάπια
και ο πλατύς ορίζοντας απ’ τη ματιά μου φεύγει
και σμίγουν Γαία και Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
τότες στυλώνονται γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
χώνονται, λες, μέσα στη σάρκα του σκαριού,
βιδώνομαι και στο κατάρτι δένομαι
το κύμα μη με πάρει.
Κύμα το κύμα,
μια πάνω μετέωρος,
μια κάτω χαμένος στα άπατα βάθη,
παλεύω και μάχομαι
με στέρνο φουσκωμένο
από μια άγρια χαρά, που όμοιά της καμιά
οι στεριανοί δε γεύονται.

Την τραχιά μου την όψη
σμιλέψαν, χαράξαν οι άνεμοι,
του ήλιου η κάψα, οι καιροί οι αντίξοοι,
κι η διψασμένη αρμύρα της θάλασσας.
Μα πιότερο απ’ όλα, δώρο μου κάναν τη ματιά,
το καραβίσιο βλέμμα
—αγριάδα και γλύκα μαζί—,
πόχει το χρώμα του χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
το γαλανό και ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.

Χορός: Θαλασσογράφος πίνακας
σε όλα του Πόντου τα χρώματα

Πλατιά η ψυχή σαν τη θάλασσα,
η καρδιά, του κρυσταλλένιου νερού
καθάριο αντιφέγγισμα,
τα λόγια μου λίγα, κοφτά και σταράτα,
καταφυγιώτες στις ρωγμές των κυμάτων,
αισθήσεων ο λόγος,
μάινααα καρδιά, όρτσααα ψυχή.
Στις ρωγμές των κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
του πελάγου αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
ζωντανεύουν το πέλαγος
και με τα πλάσματά του
αρχινώ τις κουβέντες.

Τα πελάγια ρεύματα οι δικοί μου οι δρόμοι.
Η ψυχή μου ακρόπρωρη
—άροτρο, λιβαδιών χαλκογάλανων—,
ορμητικά διαβαίνοντας
στα μάτια μου μπρος τους χαράζει
καθαρούς, διαυγείς για σταθερή πορεία.
Τις άφεγγες νυχτιές τις ατέλειωτες
τ’ αστροκεντήδια του θόλου του ουράνιου,
των εποχών ανάλογα,
οδηγοί μου για να βρω τη σωστή την πορεία
σε πηγαιμού πορεία ή ανάδρομη.
Στης μέρας το φως
των δελφινιών συντροφικά ξεπετάγματα
αγαπημένοι φίλοι και πλοηγοί αλάνθαστοι.

Δεν την αντέχω την στεριά.
Αντραλίζομαι.
Στου σκαριού μου τη ράχη τα βήματά μου σταθερά,
το χώμα σαν πατώ παραπαίουν.
Της Γης και του Αιθέρα ο γιος,
ο Πόντος ο απέραντος,
το σπιτικό και το βιός μου.
Κι άμποτες, σαν έρθει η ώρα η καλή,
χώμα μη με σκεπάσει.
Η θάλασσα να με δεχτεί
κι ένα μ’ αυτή να γένω
Άμποτες.

2010-08-15

Builder


Πρωτομάστορας
Όλα τα ζωντανά της γης
θεριά κι αγρίμια φοβερά
ή καλομερωμένα,
ξέρουν το πως να φυλαχτούν
και που να καταλύσουν.
Εγώ δεν είχα μοναχά
τόπο να μείνω μόνιμα
και μέρος να ριζώσω.
Άπατρις και πλανώμενος,
θύμα ταλαίπωρο,
δίχως της  γνώσης μυστικά
σπίτι να χτίσω στέρεο
να γίνω φαμελιάρης.

Τα μυστικά της τέχνης.
εσύ μόνο μου τα ʽμαθες, Πυρφόρε Προμηθέα.
Τον τόπο βρίσκω το σωστό
να ʽχει κοντά νεροπηγή, για ποταμό, για λίμνη
και κατά τις ανάγκες μου μετρώ, υπολογίζω
και με μυαλό και σύνεση
σπιτάκι θεμελιώνω.
Το φτωχικό σπιτάκι μας, η πρώτη μας πατρίδα.

Ραντίζω το λιθάρι που πρώτο βάζω μες στη γης,
το ακρογωνιαίο,
με αίμα αλέκτορα περήφανου
και κοκκινολειράτου
για να χορτάσει ο Εγκέλαδος
και σπίτι μη γκρεμίσει.
Την αγωνία μου πρόλαβες.
«Με το σωστό το λογισμό ο φόβος λιγοστεύει
και πάντοτε τα δύσκολα βγάζουν το παλληκάρι.
Φτιάξʼ το γερό, μου είπες, τον κόπο μην τον λυπηθείς,
σε τόπο κατάλληλο χτίζε, πα σε εδάφη στέρεα
και τότες τον εγκέλαδο οι άλλοι θα φοβούνται»

Έτσι κι εγώ πέτρες μεγάλες, κοτρώνες,  λαξεύω
ή φτιάχνω πλίθια
με λασποχώμα κόκκινο, άχερα, αυγά
και με μαλλιά κατσίκας.
Στον ήλιο τα ξεραίνω και αρχινώ το χτίσιμο.
Τους τοίχους της υπομονής φτιάχνω γερούς
για να ʽν το σπίτι στεγανό και καλοστεριωμένο.
Από τον άγριο το βοριά χτίζω ντουβάρια πιο παχιά
με παραθύρια  λίγα
κι απέξω ελιές, λιοστάσι ολόκληρο,
φυσική προστασία,
και να, τα κιούπια μου γεμάτα
με χυμό ζωής καταπράσινο.
Από του νότου τη μεριά
κληματαριές για τη δροσιά στα καύματα του θέρους
και να, τσαμπιά σταφύλια ζουμερά στο τραπέζι μου.

Το φτωχικό σπιτάκι μας, η πρώτη μας πατρίδα.

Γυναίκα πρωτομάστορα:
Στη μέση,
στης ζωής και του σπιτιού μου το κέντρο,
φτιάχνεις μια στιά, πυροστιά
και κρατώ τη φωτιά μας
ακοίμητη.
Η φωτιά ακοίμητη, ακοίμητη
Και κρατώ εσένα Εστία
παρούσα,
Η Εστία παρούσα, παρούσα
τη δική σου, Προμηθέα, τη φλόγα,
άσβηστη,
Η φλόγα άσβηστη, πάντοτε άσβηστη
δημιουργίας πυρφόρα πνοή,
που φωτίζει, ζεσταίνει και δίνει
στου σπιτικού μου τη ζήση
ασφάλειας γαλήνια θαλπωρή,
ζωντάνια γελαστή και ακλόνητη δύναμη.
Το φτωχικό σπιτάκι μας, η πρώτη μας πατρίδα.
Σπιτάκι καλοσκέπαστο και ομορφοφτιαγμένο.

Χορός: Την τέχνη αυτή,
πόχει το νου για μάστορα,
το σώμα δουλευτάρη
και στου μυαλού τη δούλεψη
παλληκαράδες δέκα,
σε σένα μόνο τη χρωστώ,
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μου.

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση

© Προμηθεύς Πυρφόρος, Βασιλική Π. Δεδούση
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή