ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ
2008-06-27 18:44:47
Αθηνά (κορυφαία χορού) Για αιώνες ο Κρόνος-Χρόνος , ευνουχιστής , πανούργος φιλοπάτωρ, των σκήπτρων τ’ Ουρανού σφετεριστής, την πλάση διαφέντευε και χρυσή την εποχή του την είπαν μιας κι όλα έρρεαν όλα, τα πάντα, άπαντα σε ροή γαλήνια, ατελεύτητη Χορός θεών (τα παιδιά της Ρέας) ΡΕΑ, ΡΕΑ, ΡΕΑ, ωσεί ρύακες, εις ροάς αενάους, τα επίγεια, τα ουράνια, ρέουσιν, άπαντα. Δίας Ω , Ρέα! αδερφή του κι ομόκλινη, στο χρυσό του βασίλειο, κινούσες με σοφία τα πράγματα. Ρέα Ποια μάνα τάχα μπορεί σαν τη φωνή των παιδιών της ακούσει να μην προστρέξει και να ‘ρθει; Παιδιά μου, γλυκανάσες μου, άνθια των κήπων μυριστά και αγρολούλουδά μου, ολόγλυκές αγάπες μου, χαρούμενές μου ελπίδες! Μωράκια δε σας χάρηκα κι απ’ τη δικιά σας γέννα μονάχα οι πόνοι μου ‘μειναν να ‘χω για να θυμάμαι. Έτρεμε η Γαία η μάνα μου όταν κοιλοπονούσα και των βουνών οι κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν. Έσκαγαν βράχια σαν τ’ αυγά σε κομματάκια μύρια, και τα δεντριά τσακίζονταν μέσα σε μαύρες τρύπες. Δεν ήσαν πόνοι του κορμιού, του τοκετού οδύνες, μα ήσαν οιμωγές ψυχής, μαράζι μαύρο της καρδιάς, θρήνος και κλάμα κι οδυρμός που τα παιδιά θ’ αρπάξει. Και ειν’ αυτές οι θύμησες βράχια βαριά, γρανίτες εκατότονοι επάνω στ’ άσπρα στήθια μου που βρέφος δε θηλάσαν. Έξι παιδιά μεσ’ στην κοιλιά στην αγκαλιά κανένα. Κορίτσια, αγάπες μου γλυκιές, Δήμητρα σταχοφόρα, Ήρα μου εσύ πανέμορφη και συ σεμνή μου Εστία, αγαπημένες κόρες μου, στολίδια της ζωής μου, κι αγόρια μου, λεβέντες μου, θαλασσινέ μου βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα, πανέμορφέ μου Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου και Δία στερνοπαίδι μου, πρωτάρχοντα και κύριε της οικουμένης όλης, παιδιά μου, ελάτε, στην αγκαλιά της μάνας σας, ελάτε αθάνατα παιδιά, που άστοργα κι άσπλαχνα ο πανούργος πατέρας σας Κρόνος για αιώνες ένα προς ένα κατάπινε Χορός Για αιώνες, Αθηνά από φόβο που τα μέλη του έλυνε τα παιδιά του τ’ αθάνατα κατάπινε άστοργα Χορός από φόβο, Αθηνά την εξουσία μη χάσει κι αδύναμος ξοριστεί σαν το γεννήτορα. Χορός από φόβο, μην πάνω του πέσουν τα ουράνια πάθη, Αθηνά από φόβο τέτοια που έκανε παρόμοια μη λάβει, τα παιδιά του ο θεός ο Τιτάνιος κατάπινε άστοργα. Αθηνά Συ όμως, Δία πατέρα τον πανδαμάτορα Χρόνο τον πατέρα σου Κρόνο τον δάμασες και όρισες στο θρόνο του πάνω να μένει ακίνητος με δεσμά άλυτα, άρρηκτα της Γαίας, τ' Ουρανού και της μάνας σου Ρέας της οργής και του μίσους αντίδωρα για το άδικο που έπραττε, τα παιδιά του από φόβο να τρώει. Ρέα ……………… Στης μάνας μου την προσταγή πρόθυμη. Ίσια να πας, ευθεία Πάρε τη στράτα τη φαρδιά Πήγαινε κι έλα ευθεία Όχι λοξοδρομίσματα Βοτάνια να της φέρω Της Γαίας τα βοτάνια Να φτιάξει φίλτρα, γιατρικά Να τα ‘χει να πορεύεται και να γιατροπορεύει Κι ήταν σκοτάδι γύρω μου και άγριος ο χειμώνας Κι ανέβαινα………………………. (από το τετράδιο) ………………………………………………………………. Χορός Ανθρώπων Στα πρώτα χρόνια, τα παλιά, γης, ουρανός και θάλασσες, όλα καλά κι όλα σοφά και μ’ ομορφιά χτισμένα. Ζωή καμιά και πουθενά μια ζωντανή ανάσα. Μα σαν εκόντεψ’ ο καιρός ζωή στη γης ν’ ανθίσει κατέβηκαν και οι δώδεκα σε σπήλαιο ανήλιαγο βαθιά στης γης τα έγκατα τα ζωντανά να πλάσουν, και λασπονέρι με φωτιά και μ’ όσα άλλα υλικά μ’ αυτά ανακατεύονται τα `φτιάξαν ζωντανό πηλό και σε καλούπια τα ‘βαλαν κι όσα πετούν και περπατούν και κολυμπούν και σέρνονται τα πλάσαν οι αθάνατοι. Μα πα στην κρίσιμη στιγμή που ‘ταν να στολίσουν, τα παρατήσαν κι έφυγαν. Και φώναξαν εσένα, Πυρφόρε Προμηθέα, εσένα και τον άλλον, τον αδερφό σου, τον αντίποδα, -που όση σοφία ‘χεις σύ τόση από κείνον λείπει-. Ο άλλος τότε ο δίδυμος και σ’ όλα αντίποδάς σου όλα τα δώρα στα ζωντανά τα μοίρασε κι άφησε μας άοπλους και αστόλιστους. Γυμνούς, χωρίς τρίχωμα, γυμνούς κι ανυπόδητους ακάλυπτους κι άοπλους. Στα υγρά κι ανήλιαγα λαγούμια της γης τρυπώναμε σιχαμεροί ασπάλακες. Τυφλά τα μάτια μας, θωρούσαν μα δεν έβλεπαν ήχους τ’ αυτιά μας άκουγαν χωρίς να ξεχωρίζουν ο νους τυφλός και στο μυαλό σκοτάδι. Η φτερωμένη σκέψη ανύπαρκτη, επίπεδη, ανίκανη να βρει, να μάθει, να νοήσει, να προκόψει. Ο νους ο αφώτιστος σκλάβος του φόβου γίνεται για τ’ ανερμήνευτο άθλιος δούλος του τρόμου για τ’ ανεξήγητο. Ο ουρανός, η γης, τ’ αγρίμια εχθροί μας και μείς δρομείς του πουθενά από του Δία την οργή την αστραπόβολη αλάργα να βρεθούμε, να σωθούμε που τ’ αχαμνά του πλάσματα, τ’ ακόσμητα γύρευε να ξεκάνει. ………Πανδώρα………… ……………………………………………….. Πυρφόρε Προμηθέα Προστάτη κι ευεργέτη μας. Γιατρός ………………………………………………………………………………. Δίας Το βδέλυγμα αυτό ευεργέτη λογιάζετε; Τον αδιάντροπο κλέφτη, τον άρπαγα, μπροστά μου τολμάτε με δάδες να υμνείτε; Σκύψτε βαθιά, γονατίστε, το χώμα φιλήστε τιποτένια, αδέξια πλάσματα, σβήστε τις δάδες, θάψτε τες και τους ύμνους σε μένα, για μένα και μόνο για μένα υψώστε. ……………………………………….. Και συ, της συφοράς μου μάντη, που απ’ το δικό σου ανίερο στόμα πήρε φτερά κι απλώθηκε η φήμη του χαμού μου, φραγμό βάλε τα δόντια σου στα ψεύτικά σου λόγια και μάσησε, κατάπιε τα που τ’ άφησες κι απλώθηκαν, κι ενάντιά μου στέκονται θνητοί, θεοί και δαίμονες και κρυφοψιθυρίζουν. Εσύ, που λάθρα, ακάλεστος τα χίλια μάτια του Κράτους μου γέλασες κι απ’ της σκύλας της Βίας τ’ ανίκητα ρόπαλα γλίστρησες και λάθρα, ακάλεστος στο πανώριο το σπίτι μου μπήκες, θα κλάψεις πικρά και ικέτης θα σέρνεσαι Μπροστά στο δικό μου θυμό, Θεός ποιος, Θνητός ποιος, να στέκεται αγέρωχα δύναται; Μονάχα συ, μισητέ και αυθάδη τολμάς ίσια στα μάτια , σαν ίσος να θωρείς το θεό σου. Στις βροντές του θυμού μου, ποιος; Προμηθέας Τ’ ανέμου και των σύννεφων παιγνίδια και γυρίσματα Δίας Στους κεραυνούς της οργής μου, ποιος; Προμηθέας Σπιθίσματα πελώρια του αιθέρα πάνω στων αντιθέτων τη σύγκρουση Δίας Σκάσε, σ’ ακούν. Το στόμα σου κλείσε. Θες να τους μάθεις να σκέφτονται; Προμηθέας Τρέμεις, τη γνώση φοβάσαι. Το δρόμο τούς άνοιξα…. Μόνοι τους… «Όστις θέλει…» Δίας Ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα. Από τ’ άλογα ζώα, χειρότεροι. Προμηθέας «όστις θέλει…», ελεύθεροι αυτοί θα επιλέγουν. Δίας Σαλεμένο μυαλό, σαλεμένα τα λόγια Προμηθέας Δύναμή σου, τ’ ανερμήνευτα, κι οι συντυχιές ... Αυτά σε βολεύουν, έτσι να σκέφτονται θέλεις. Δίας Μαρτύρα το, πες. Ειδεμή, τώρα δα τα τέρατα αυτά θα προστάξω και θα γενεί τ’ άθλιό σου κορμί με τα βράχια του Καύκασου ένα. Αιώνια Τ΄ ορκίζομαι. Στης Στύγας το μαύρο ποτάμι και στα πελώρια φιδωμένα τα εννιά που ζωσμένη κρατούν την παμβώτιδα. Αιώνια. Ο μόνος όρκος που μπορεί να με δέσει… Προμηθέας Δε πα να λες… «Όστις θέλει…» Χορός ανθρώπων (*ελεύθερη απόδοση από τον Ησίοδο) Για σε φοβάμαι, σκιάζομαι, Προμηθέα παράτολμε. Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε. *Νάτην, η Ίριδα η εφτάχρωμη με το χρυσό λαγήνι, πέταξε κι έφτασε. Φέρνει εκείνο το νερό, που πάντα κρύο πέφτει απ’ ενός βράχου την κορφή, σπονδές να κάνει ο Δίας και με το μαύρο το νερό τον όρκο να σφραγίσει. Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε στου Ωκεανού την κόρη την πρωτότοκη, με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή απ’ αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα, που διασχίζοντας τη γη, περνά από κακοτράχαλα και μέρη βραχιασμένα. Ανάκτορο έχει, απόμερο, πέρα, μακριά κι απόμακρα. Για στέφανό του βράχους, πα σε κολώνες αργυρές γερά θεμελιωμένο. Τα πιότερ’ από τα νερά της ιερής πηγής της κάτω απ’ της γης τα έγκατα κυλούν και γοργοπάνε, και μέσ’ στου Ωκεανού τη σκοτεινιά πελώριοι, πανώριοι βραχίονες γίνονται. Το ένα απ’ τα δέκα στον όρκο ανήκει. Τ’ άλλα, τα εννιά, φιδώνουν τη γη ολοτρόγυρα, του κάμπου του υγρού την ολόπλατη ράχη, κι απέ στη θάλασσα χύνονται σε χίλιους ασημένιους στροβίλους, ρουφήχτρες και δίνες και χειμέρια κύματα. Το μαύρο νερό που πέφτει πάν’ απ’ το βράχο για τιμωρία τους είναι, τιμωρία θεών. Κορυφαίος Μα σαν κανείς απ’ τους θεούς, που κατοικιά τους έχουν τη χιονισμένη του Ολύμπου κορφή, τον όρκο πατήσει, για ένα χρόνο χάνει την πνοή της ζωής του, και μήτε νέκταρ γεύεται μήτε την αμβροσία και μένει ακίνητος, δίχως ανάσα, χωρίς να μιλεί, σε νάρκη βαριά βυθισμένος. Μετά, για χρόνια ολόκληρα εννιά ζει απ’ αθάνατους χώρια, πέρα, μακριά, κι απόμερα και με σινάφι θεϊκό πάνω στη δέκατη χρονιά μονάχα ξανασμίγει. Δίας Το φοβερό τον όρκο μου με μαυρονέρι σφράγισα. Πριν φύγει η εφτάχρωμη, και μαζί της τον πάρει, λέγε, μαρτύρα, φανέρωσε, μήπως κι αλλάξω τη γνώμη. ………………………………………………………….. Προμηθέας Θεός δεν είσαι. Του μυαλού τους ο φόβος σε γέννησε, φάντασμα άπιαστο, του αγνώστου η άγνοια κι ο τρόμος. Θεός δεν είσαι Όσα φοβούνται, -τη Μοίρα, τις κόρες της, των εποχών τα γυρίσματα, τον φοβερό τον Τυφώνα, την Έχιδνα- θεούς κι αμέτρητους δαίμονες τάφτιαξαν και δίπλα σου τάβαλαν εσύ να τα ορίζεις. ΟΛΑ. Έξω από Στύγα και Μοίρα. Και όσο φοβούνται τόσες θυσίες σου κάνουν την οργή να κοπάσεις και να μην καταστρέψεις αυτά που δεν έπλασες. Κι απ’ τα σφάγια ευφραίνεσαι. Έτσι νομίζουν… μα αναπαμό δεν έχουν. Το ταξίδι τους είσαι στ’ αληθινού τη ζήτηση. Θεός δεν είσαι. Δε σ’ αγαπούν, σε φοβούνται. Και ποιος τάχα μπορεί ν’ αγαπήσει αυτό που φοβάται; Η αγωνία και ο φόβος τους σ’ έπλασαν και στον Όλυμπο σ’ έστησαν για να ‘σαι μακριά τους. Θεός δεν είσαι, γι αυτό και φοβάσαι Το Ποιος θε να ‘ρθεί και από Ποια -Παρθένα και Μάνα μαζί- δε θα πω. Μέσα τους σκάλωσες, δικό τους κατασκεύασμα είσαι. Άλλον προσμένουν. Έτοιμοι να τον δεχτούν ακόμα δεν είναι. Και τα δώρα που πήραν… όχι, δε φτάνουν η σπίθα του μέσα μυαλού τους ν’ ανάψει Το Ποιος κι από Ποια δε θα πω, δε θα πω. Άλλοι, πολλοί, για τα νέφη, για των πλάνητων άστρων τους κύκλους θα πουν, για των αστραπών, των βροντών σου το μύθο θα γράψουν. Άλλοι, πολλοί, για τον Έναν θα πουν, θα διδάξουν… για τον Έναν που θα ‘ρθει… Άλλα πια δε θα πω… Σιωπή… Μα η ώρα σαν φτάσει, σαν την ομίχλη που φεύγει στη ζέστα του ήλιου, έτσι θα φύγεις και πίσω θ’ αφήσεις αχνάρια μονάχα, ναούς και βωμούς κι αγάλματα πάλευκα, της ανάγκης για Ελπίδα και Αγάπη. Και τότε… Σιωπή… Άλλα πια δε θα πω… Άλλον γυρεύουνε, μα η ώρα Του ακόμη δεν ήρθε. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου