ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ Τιμῶντας τόν Αἰσχύλο Βασιλική Π. Δεδούση Αθήνα 11-1-11 |
Περιεχόμενα
Προλογίζοντας
Ένα δαχτυλίδι
Στο δάχτυλο φορούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι ένα δαχτυλίδι ατσάλινο στολισμένο
με μια πέτρα απλή και πήγαιναν στην Ακαδήμεια, στο χώρο που βρισκόταν ο βωμός
και ο ναός του Προμηθέα, για να τιμήσουν τον Πυρφόρο ευεργέτη του ανθρώπου,
επειδή αυτός τα πάνδεινα έπαθε προκειμένου να υπερασπιστεί τις αρχές του και
καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων ως ο αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου πνεύματος. Του
«άνω θρώσκοντος» πνεύματος του οποίου η ακατάπαυστη ορμή για ανάπτυξη δαμάζει
και θέτει στην υπηρεσία του τη φύση και τα στοιχεία της.
με μια πέτρα απλή και πήγαιναν στην Ακαδήμεια, στο χώρο που βρισκόταν ο βωμός
και ο ναός του Προμηθέα, για να τιμήσουν τον Πυρφόρο ευεργέτη του ανθρώπου,
επειδή αυτός τα πάνδεινα έπαθε προκειμένου να υπερασπιστεί τις αρχές του και
καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων ως ο αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου πνεύματος. Του
«άνω θρώσκοντος» πνεύματος του οποίου η ακατάπαυστη ορμή για ανάπτυξη δαμάζει
και θέτει στην υπηρεσία του τη φύση και τα στοιχεία της.
Το δαχτυλίδι είναι αυτό που, σύμφωνα με το μύθο, όταν ο Ηρακλής
έλυσε τον Προμηθέα από τα δεσμά του, ο Δίας υπέδειξε στον πρώην δεσμώτη να κατασκευάσει από το
ατσάλι της αλυσίδας του και από ένα κομμάτι του βράχου επάνω στον οποίο ήταν
δεμένος.
έλυσε τον Προμηθέα από τα δεσμά του, ο Δίας υπέδειξε στον πρώην δεσμώτη να κατασκευάσει από το
ατσάλι της αλυσίδας του και από ένα κομμάτι του βράχου επάνω στον οποίο ήταν
δεμένος.
Με τον τρόπο αυτό ο
ατσάλινος δεσμός συνέχιζε να τον κρατάει δεμένο πάνω στον Καυκάσιο βράχο της
φρικτής του τιμωρίας.
ατσάλινος δεσμός συνέχιζε να τον κρατάει δεμένο πάνω στον Καυκάσιο βράχο της
φρικτής του τιμωρίας.
Από τότε οι άνθρωποι
άρχισαν να κατασκευάζουν με τη σειρά τους δαχτυλίδια και να τα φορούν για να
θυμούνται πάντα την ευεργεσία, τη θεϊκή φωτιά και το βράχο της θυσίας.
άρχισαν να κατασκευάζουν με τη σειρά τους δαχτυλίδια και να τα φορούν για να
θυμούνται πάντα την ευεργεσία, τη θεϊκή φωτιά και το βράχο της θυσίας.
Ένας τίτλος
Αισχύλου
«Προμηθεύς Πυρφόρος»
«Προμηθεύς Πυρφόρος»
Το πρώτο μέρος της «Προμήθειας», της τριλογίας του μεγάλου
τραγικού. Ένα έργο που δυστυχώς χάθηκε, αλλά ένας τίτλος που με δυο λέξεις όλα
τα δηλώνει.
τραγικού. Ένα έργο που δυστυχώς χάθηκε, αλλά ένας τίτλος που με δυο λέξεις όλα
τα δηλώνει.
Γνωστός ο μύθος του Προμηθέα από τον Ησίοδο, από τον «Προμηθέα
Δεσμώτη» του Αισχύλου, από τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα.
Δεσμώτη» του Αισχύλου, από τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα.
Γνωστός ο μύθος (με αρκετές παραλλαγές) σε όλον τον αρχαίο
κόσμο, που τιμούσε τον Προμηθέα, τον προστάτη και ευεργέτη του «κτηνώδους» κατά τον Δία ανθρώπου. Της ανθρώπινης φυλής
που ο Δίας επιθυμούσε να εξοντώσει και να την αντικαταστήσει με άλλο πιο αρεστό
σ’ αυτόν είδος.
κόσμο, που τιμούσε τον Προμηθέα, τον προστάτη και ευεργέτη του «κτηνώδους» κατά τον Δία ανθρώπου. Της ανθρώπινης φυλής
που ο Δίας επιθυμούσε να εξοντώσει και να την αντικαταστήσει με άλλο πιο αρεστό
σ’ αυτόν είδος.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο Προμηθέας επέλεξε να σώσει τους ανθρώπους, επέλεξε
ουσιαστικά να παρανομήσει αψηφώντας του Δία-δυνάστη την άδικη βούληση.
ουσιαστικά να παρανομήσει αψηφώντας του Δία-δυνάστη την άδικη βούληση.
Ο συνετός και
προνοητικός Προμηθέας ανέλαβε τη σωτηρία και την όλη εξέλιξη του ανθρώπου.
προνοητικός Προμηθέας ανέλαβε τη σωτηρία και την όλη εξέλιξη του ανθρώπου.
Έγινε Πυρφόρος.
Η παρέμβασή του ήταν απόλυτα συνειδητή. Δικαίωσε το όνομά του, που σημαίνει
προγνώστης (προ+μανθάνω, ρίζα μαθ- και μηθ-).
προγνώστης (προ+μανθάνω, ρίζα μαθ- και μηθ-).
Γνώριζε τη δύναμη της φωτιάς και της γνώσης και ήταν φορέας τους.
Ο προγνώστης – προφήτης προμήθευσε και, επειδή ουσιαστικά ενδιαφερόταν,
δίδαξε.
δίδαξε.
Έμαθαν απ’ αυτόν οι άνθρωποι και, αφού εξασφάλισαν τα προς το ζην, αφού
κατόρθωσαν να επιβιώσουν, με τη φωτιά και με τις τεχνικές ικανότητες, τα
επιπλέον επινόησαν —με τη χρήση των ίδιων δώρων— και πολιτισμό δημιούργησαν.
κατόρθωσαν να επιβιώσουν, με τη φωτιά και με τις τεχνικές ικανότητες, τα
επιπλέον επινόησαν —με τη χρήση των ίδιων δώρων— και πολιτισμό δημιούργησαν.
Για τον Αισχύλο στο
έργο “Προμηθέας Δεσμώτης” ο Προμηθέας χάρισε δώρα – γνώση – στους ανθρώπους για
να τους βοηθήσει να αποφύγουν τον αφανισμό (στ. 30-34, 108 – 109). ΄Εσβησε από
τους θνητούς το φόβο του θανάτου (στ. 261 – 262) έδωσε τη φωτιά στο ανθρώπινο
γένος (στ. 264), τις τέχνες (στ. 266) και τους έδωσε νου και σκέψη, την απαρχή
του πολιτισμού και όλων των τεχνών (Αρχιτεκτονική, Αριθμητική, Γεωργία,
Ναυσιπλοΐα, Ιατρική, Μαντική, Μεταλλουργία κ.ά).
έργο “Προμηθέας Δεσμώτης” ο Προμηθέας χάρισε δώρα – γνώση – στους ανθρώπους για
να τους βοηθήσει να αποφύγουν τον αφανισμό (στ. 30-34, 108 – 109). ΄Εσβησε από
τους θνητούς το φόβο του θανάτου (στ. 261 – 262) έδωσε τη φωτιά στο ανθρώπινο
γένος (στ. 264), τις τέχνες (στ. 266) και τους έδωσε νου και σκέψη, την απαρχή
του πολιτισμού και όλων των τεχνών (Αρχιτεκτονική, Αριθμητική, Γεωργία,
Ναυσιπλοΐα, Ιατρική, Μαντική, Μεταλλουργία κ.ά).
Γλώσσα, γράμματα, γνώσεις τεχνικές και τέχνες, όλα τα δίδαξε στους
ανθρώπους ο Προμηθέας-δάσκαλος και ευεργέτης. Και στο εξής δεν εγκαταλείπει τον
άνθρωπο αλλά παρίσταται ως βοηθός και σωτήρας του σε κάθε δύσκολη στιγμή.
ανθρώπους ο Προμηθέας-δάσκαλος και ευεργέτης. Και στο εξής δεν εγκαταλείπει τον
άνθρωπο αλλά παρίσταται ως βοηθός και σωτήρας του σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Ένας στίχος,
Από τον Πυρφόρο του Αισχύλου:
«σιγῶν θ᾽ ὅπου δεῖ καὶ
λέγων τὰ καίρια»:
λέγων τὰ καίρια»:
Σωπαίνοντας όπου πρέπει και λέγοντας τα καίρια.
Η μεγαλειώδης σιωπή του Προμηθέα προβάλλει τη δύναμη του νου και της ακαταμάχητης θέλησης.
Είναι η σιωπή του επαναστάτη που έχει την πεποίθηση ότι το δίκιο είναι με
το μέρος του.
το μέρος του.
Η σιωπή αυτού που επιλέγει με πλήρη επίγνωση, αυτού που αποφασίζει πότε θα
μιλήσει και πότε θα σωπάσει, που, ενώ γνωρίζει την τιμωρία του, δεν ενδίδει
στις απειλές.
μιλήσει και πότε θα σωπάσει, που, ενώ γνωρίζει την τιμωρία του, δεν ενδίδει
στις απειλές.
Είναι η σιωπή του έξυπνου νου, της ακεραιότητας, της υπευθυνότητας μέχρις
αυτοθυσίας. Η σιωπή αυτού που υποφέρει από σωστές επιλογές.
αυτοθυσίας. Η σιωπή αυτού που υποφέρει από σωστές επιλογές.
Ο Προμηθέας γνωρίζει πράγματα που ο Δίας-τύραννος δεν ξέρει και επίμονα
επιζητεί να μάθει. Ο ανένδοτος επαναστάτης σιωπών αψηφά την τυραννική εξουσία
του Δία.
επιζητεί να μάθει. Ο ανένδοτος επαναστάτης σιωπών αψηφά την τυραννική εξουσία
του Δία.
Η σιωπή του τον καθιστά αρχέγονο
σύμβολο του πνεύματος της ανεξαρτησίας απέναντι στην εξουσία.
σύμβολο του πνεύματος της ανεξαρτησίας απέναντι στην εξουσία.
Μια προφητεία.
τοιοῦδε μόχθου τέρμα
μή τι προσδόκα,
μή τι προσδόκα,
πρὶν ἂν θεῶν
τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων
τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων
φανῇ, θελήσῃ
τ᾽ εἰς ἀναύγητον μολεῖν
τ᾽ εἰς ἀναύγητον μολεῖν
Ἅιδην κνεφαῖά
τ᾽ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη.
τ᾽ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη.
Αισχύλου
Προμηθεύς Δεσμώτης στ. 1026-1029
Προμηθεύς Δεσμώτης στ. 1026-1029
Μην προσδοκάς αυτά τα πάθια να τελειώσουν,
προτού κάποιος θεός φανερωθεί και φορτωθεί τους πόνους σου
και πριν, ο ίδιος θέλοντας, κατέβει στον Άδη τον ανήλιαγο
και στ’ άφεγγα βάθη του Τάρταρου.
Βασιλική Π. Δεδούση
Σκηνή 1η
Ο φόβος οδηγεί σε
ανάρμοστες και εγκληματικές ενέργειες, για τις οποίες ο ένοχος τιμωρείται.
ανάρμοστες και εγκληματικές ενέργειες, για τις οποίες ο ένοχος τιμωρείται.
Σύναξη των πρώτων Ολυμπίων θεών, των παιδιών της Ρέας.
Καλούν τη μητέρα τους προκειμένου να την παρηγορήσουν για τα δεινά και την
αδικία που υπέστη από τον Κρόνο, δίνοντάς της την ευκαιρία να τα αφηγηθεί για
να απαλλαγεί από τον αβάσταχτο πόνο της.
Καλούν τη μητέρα τους προκειμένου να την παρηγορήσουν για τα δεινά και την
αδικία που υπέστη από τον Κρόνο, δίνοντάς της την ευκαιρία να τα αφηγηθεί για
να απαλλαγεί από τον αβάσταχτο πόνο της.
Τα πρόσωπα
Ρέα: Η Τιτανίδα αδερφή και σύζυγος του
Κρόνου. Καθόριζε τη ροή των πραγμάτων (Ρέα = αυτή που ρέει). Καθόριζε μέσα στο
βασίλειο του Κρόνου-Χρόνου την κίνηση και τη διαδοχή. Μητέρα τραγική των πρώτων
Ολύμπιων θεών.
Κρόνου. Καθόριζε τη ροή των πραγμάτων (Ρέα = αυτή που ρέει). Καθόριζε μέσα στο
βασίλειο του Κρόνου-Χρόνου την κίνηση και τη διαδοχή. Μητέρα τραγική των πρώτων
Ολύμπιων θεών.
Οι γιοι της Ρέας:
Ποσειδώνας
Πλούτωνας
Δίας
Ποσειδώνας
Πλούτωνας
Δίας
Οι κόρες της Ρέας:
Ήρα
Εστία
Δήμητρα
Ήρα
Εστία
Δήμητρα
Χορός θεών[1]
των σκήπτρων τ’ Ουρανού
σφετεριστής,
σφετεριστής,
την πλάση διαφέντευε
και χρυσή την εποχή
του την είπαν
του την είπαν
μιας κι όλα έρρεαν,
όλα, τα πάντα,
άπαντα,
σε ροή γαλήνια,
ατελεύτητη.
ατελεύτητη.
Ήρα
Ρέα[5],
ωσεί ρύακες
εις ροάς αενάους,
τα επίγεια,
τα ουράνια,
ρέουσιν, άπαντα.
Ω, Ρέα!
Αδερφή του κι
ομόκλινη,
ομόκλινη,
στο χρυσό του
βασίλειο,
βασίλειο,
κινούσες με σοφία
και τάξη τα πράγματα.
και τάξη τα πράγματα.
Χορός
Έλα, Μάνα, κοντά μας,[6]
έλα τα πάθια σου να
πεις
πεις
της καρδιάς σου το
βάρος να γενεί αλαφρύτερο.
βάρος να γενεί αλαφρύτερο.
Έλα, Ρέα, έλα.
Οι στεναγμοί σου των
ανέμων ανάσες βαριές,
ανέμων ανάσες βαριές,
βρυχηθμός των
απύθμενων της Γαίας βαράθρων,
απύθμενων της Γαίας βαράθρων,
βουή των βυθών,
χειμάρρων πάταγος σε
άπονα βράχια,
άπονα βράχια,
νυχτερινές
θρηνωδίες, των δασών αντιβούισμα,
θρηνωδίες, των δασών αντιβούισμα,
φοβερές οιμωγές
ψυχής σιωπηλής,
ψυχής σιωπηλής,
καρδιάς στερημένης
βουβός στεναγμός,
βουβός στεναγμός,
παραληρήματα άφωνα
πέτρας αγέλαστης.
πέτρας αγέλαστης.
Έλα, Μάνα, έλα….
Των τέκνων σου η
αγκαλιά θα γλυκάνει τον πόνο,
αγκαλιά θα γλυκάνει τον πόνο,
θα γιατρέψει τ’
αλησμόνητο τ’ άδικο.
αλησμόνητο τ’ άδικο.
Έλα, Μάνα, έλα κοντά
στα παιδιά σου.
στα παιδιά σου.
Ρέα
Ποια μάνα τάχα
μπορεί
μπορεί
σαν τη φωνή των
παιδιών της ακούσει
παιδιών της ακούσει
να μην προστρέξει
και να ‘ρθει;
και να ‘ρθει;
Παιδιά μου, γλυκανάσες
μου,
μου,
άνθια των κήπων
μυριστά και αγρολούλουδά μου,
μυριστά και αγρολούλουδά μου,
ολόγλυκες αγάπες μου,
χαρούμενές μου ελπίδες!
χαρούμενές μου ελπίδες!
Μωράκια δε σας
χάρηκα κι απ’ τη δική σας γέννα
χάρηκα κι απ’ τη δική σας γέννα
μονάχα οι πόνοι μου
‘μειναν για να ‘χω να θυμάμαι.
‘μειναν για να ‘χω να θυμάμαι.
Έτρεμ’ η Γαία η μάνα
μου όταν κοιλοπονούσα
μου όταν κοιλοπονούσα
και των βουνών οι
κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν.
κορυφές θαρρούσες πως θα πέσουν.
Έσκαγαν βράχια, χαλασμός,
σε κομματάκια μύρια,
σε κομματάκια μύρια,
και τα δεντριά
τσακίζονταν μέσα σε μαύρες χούνες.
τσακίζονταν μέσα σε μαύρες χούνες.
Δεν ήσαν πόνοι του
κορμιού,
κορμιού,
του τοκετού ωδίνες,
μα ήσαν σπάραγμα
ψυχής,
ψυχής,
μαράζι μαύρο της
καρδιάς,
καρδιάς,
θρήνος οδύνης κι
οδυρμός
οδυρμός
που τα παιδιά θ’
αρπάξει.
αρπάξει.
Χορός
Της κάθε μάνας, σαν
γεννά και σαν κοιλοπονάει
γεννά και σαν κοιλοπονάει
τα βογγητά κρύβουν
χαρά, που βρέφος θ’ αγκαλιάσει.
χαρά, που βρέφος θ’ αγκαλιάσει.
Ρέα
Και ειν’ αυτές οι
θύμησες
θύμησες
βράχια βαριά,
γρανίτες εκατότονοι
γρανίτες εκατότονοι
επάνω στ’ άσπρα
στήθια μου
στήθια μου
που βρέφος δε
θηλάσαν.
θηλάσαν.
Έξι παιδιά μεσ’ στην
κοιλιά
κοιλιά
στην αγκαλιά κανένα.
Κορίτσια, αγάπες μου
γλυκές,
γλυκές,
Δήμητρα σταχοφόρα,
Ήρα μου εσύ πανέμορφη
Ήρα μου εσύ πανέμορφη
και συ σεμνή μου
Εστία,
Εστία,
αγαπημένες κόρες
μου, στολίδια της ζωής μου,
μου, στολίδια της ζωής μου,
κι αγόρια μου,
λεβέντες μου,
λεβέντες μου,
θαλασσινέ μου
βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα,
βασιλιά, μεγάλε Ποσειδώνα,
πανέμορφέ μου
Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου
Πλούτωνα μέσα στη σκοτεινιά σου
και, Δία στερνοπαίδι
μου,
μου,
πρωτάρχοντα και
κύριε της οικουμένης όλης,
κύριε της οικουμένης όλης,
παιδιά μου,
ελάτε, στην αγκαλιά
της μάνας σας,
της μάνας σας,
ελάτε αθάνατα
παιδιά,
παιδιά,
που άστοργα κι
άσπλαχνα
άσπλαχνα
ο πανούργος πατέρας
σας Κρόνος,
σας Κρόνος,
για αιώνες,
ένα προς ένα
κατάπινε.
κατάπινε.
Χορός
Για αιώνες,
Δήμητρα
από φόβο που τα μέλη
του έλυνε
του έλυνε
τα παιδιά του τ’
αθάνατα κατάπινε άστοργα.
αθάνατα κατάπινε άστοργα.
Ήρα
Από φόβο,
Χορός
Τιτάνιος θεός,
ανελεύθερος δούλος τιτάνιου φόβου.
ανελεύθερος δούλος τιτάνιου φόβου.
Απ’ το φόβο,
ο δαμαστής κι
αφέντης των πάντων
αφέντης των πάντων
δαμάστηκε.
Εστία
Δεσμώτης ο φόβος
θεών και θνητών
θεών και θνητών
σε πράξεις ανόσιες
σπρώχνει.
σπρώχνει.
Λυσιμελής ο τρόμος
με χίλιους κόμπους
άλυτους τη βούληση δένει
άλυτους τη βούληση δένει
και —τι κι αν είναι
θεός;—
θεός;—
τιποτένιος κι
ανάξιος δούλος του γίνεται
ανάξιος δούλος του γίνεται
Χορός
Από φόβο
την εξουσία μη χάσει
κι αδύναμος ξοριστεί
σαν το γεννήτορα,
Ήρα
από φόβο, μην πάνω
του πέσουν
του πέσουν
τα ουράνια πάθη,
Χορός
από φόβο,
τέτοια που έκαμε
παρόμοια μη λάβει,
τα παιδιά του ο θεός ο Τιτάνιος
κατάπινε άστοργα.
Ρέα
Τις γέννες μου
περίμενε και σαν ερχόταν η στιγμή
περίμενε και σαν ερχόταν η στιγμή
τα μωρά μου κατάπινε.
Τέλος, στην έκτη
γέννα μου,
γέννα μου,
αντίς για βρέφος
θεϊκό λιθάρι φάσκιωσα,
θεϊκό λιθάρι φάσκιωσα,
τον αφαλό της γης[7],
και κείνος,
απ’ τη Γαία
ποτισμένος
ποτισμένος
με τη μαύρη του
μαντραγόρα ψυχή,
μαντραγόρα ψυχή,
με μιας την κατάπιε.
Χορός
Ψεύτικη γέννα,
ωδίνες ψεύτικες.
ωδίνες ψεύτικες.
Η γυναίκα τα πάντα
μπορεί
μπορεί
για να σώσει από
άντρα σκληρό τα παιδιά της.
άντρα σκληρό τα παιδιά της.
Ρέα
Σαν έφτασ’ ο χρόνος,
που απ’ τον ίδιο τον
Κρόνο, άθελά του, ορίστηκε
Κρόνο, άθελά του, ορίστηκε
πίσω να πάρω τα
παιδιά,
παιδιά,
με μια της ματιά η
μάνα με πρόσταξε:
μάνα με πρόσταξε:
«Ίσια να πας, ευθεία.
Πάρε τη στράτα τη
φαρδιά,
φαρδιά,
πήγαινε κι έλα.
Ευθεία.
Όχι λοξοδρομίσματα,
σε στέλνω απ’ ανάγκη.
σε στέλνω απ’ ανάγκη.
Βοτάνια φέρε,
των σπλάχνων μου
χορτάρια φοβερά,
χορτάρια φοβερά,
να φτιάξω φίλτρα,
τον άκαρδο σε
λήθαργο να ρίξω
λήθαργο να ρίξω
απ’ τ’ άπατο στομάχι
του να βγούνε τα παιδιά σου».
του να βγούνε τα παιδιά σου».
Κι ανέβαινα μονάχη.
Ήταν σκοτάδι γύρω
μου και άγριος ο χειμώνας.
μου και άγριος ο χειμώνας.
Ένα – δύο, ένα – δυο
κυλούν τα δεύτερα…
και σε εξήντα διπλά
μετρήματα
μετρήματα
—τόσα θα πρέπει να
’ταν—,
’ταν—,
όσο κρατάει να
ειπωθούν δέκα θλιμμένοι στίχοι,
ειπωθούν δέκα θλιμμένοι στίχοι,
ο πανδαμάτορας
Κρόνος
Κρόνος
σε μια βαθειά του
πτύχωση
πτύχωση
—τη δίνη των δεινών—
το νου μου παγιδεύει.
Βούιξε ο τόπος του
μυαλού.
μυαλού.
Αποχαιρετισμού
σκοπός, ρυθμός αγχωμένος,
σκοπός, ρυθμός αγχωμένος,
ιοβόλα χτυπήματα
ύπουλα.
ύπουλα.
Μια μουντή, ζωντανή
καταχνιά,
καταχνιά,
οσμή αίματος,
απόηχος ζωής που τέλειωσε
απόηχος ζωής που τέλειωσε
και τελευταία
αίσθηση
αίσθηση
η άρνηση να
συνεχιστεί τ’ αβάσταγο.
συνεχιστεί τ’ αβάσταγο.
Μάζεψα πικροβότανα,
—ποια, πώς και από
πού, για με θα το κρατήσω—.
πού, για με θα το κρατήσω—.
Με γαλιφιές και
πονηριά η Γαία μάνα
πονηριά η Γαία μάνα
το μαυροζούμι του
‘δωσε,
‘δωσε,
κι αυτός
ξαστόχαστα και
λαίμαργα,
λαίμαργα,
κάτω απ’ το
χαιρέκακο το βλέμμα τ’ Ουρανού,
χαιρέκακο το βλέμμα τ’ Ουρανού,
τ’ ολόγιομο το
κύπελλο στράγγιξε.
κύπελλο στράγγιξε.
Σε ύπνο έπεσε βαρύ,
και το βαθύ στομάχι
του
του
τη φύση
ανταριάζοντας
ανταριάζοντας
ξέρασε τα παιδιά
του.
του.
Τ’ άλλα, όσα
γενήκανε, θαρρώ πως τα γνωρίζετε.
γενήκανε, θαρρώ πως τα γνωρίζετε.
Απόστασα, κουράστηκα
τα πάθια ν’ αφηγιέμαι.
τα πάθια ν’ αφηγιέμαι.
Είν’ όλα εδώ, εδώ,
στο τώρα
στο τώρα
όλα, μα όλα τώρα
γίνονται
γίνονται
-και τα καλά και τ’
άλλα-
άλλα-
και δεν υπάρχει
λησμονιά, απόσταση, ξεθώριασμα,
λησμονιά, απόσταση, ξεθώριασμα,
μήτε θαμπές εικόνες.
Όλη μου η ζήση σε
μιας μέρας το ξεδίπλωμα,
μιας μέρας το ξεδίπλωμα,
που όλο και
αυγαταίνει,
αυγαταίνει,
και δεν ξεχνώ.
Ευτυχώς!
Είναι εδώ το
παράπονο για τ’ άδικο
παράπονο για τ’ άδικο
ατόφιο, αδρό και
άκαρδα άγριο.
άκαρδα άγριο.
Το συρτάρι της λήθης
μου άδειο.
μου άδειο.
Είμαι εδώ, είναι
εδώ, όλα εδώ
εδώ, όλα εδώ
και ο χρόνος
ανύπαρκτος,
ανύπαρκτος,
συμβατική μοναχά
«σταθερή» για το μέτρημα.
«σταθερή» για το μέτρημα.
Ευτυχώς!
Αλίμονο σε όποιον
λησμονάει
λησμονάει
και τρισαλί σ’ αυτόν που τη ζωή του αρνιέται.
Δήμητρα
Σώπαινε, μάνα,
τελειώσαν αυτά
τελειώσαν αυτά
που οι ανθρώποι στις πλάτες σου ρίξαν.
Το πριν, το μετά και το τώρα,
σαν ένα τα νιώθεις, το ξέρω.
Σώπαινε Μάνα, να ξεχάσεις δε λέω, δε γίνεται.
Το ζω και το ξέρω
απ’ όλους κι απ’ όλες καλύτερα.
Ήρα
Σώπαινε Μάνα,
το στερνό σου παιδί,
απ’ της Ίδης το πανώριο το άντρο κινώντας,
τον πανδαμάτορα Χρόνο,
τον πατέρα μας Κρόνο,
τον δάμασε,
τη θέση του πήρε και όρισε
στο θρόνο του πάνω να μένει ακίνητος
με δεσμά άλυτα, άρρηκτα,
της Γαίας, τ' Ουρανού
της οργής και του μίσους αντίδωρα
για το άδικο που έπραττε,
τα παιδιά του από
φόβο να τρώει.
φόβο να τρώει.
Εστία
Μέρωσε Μάνα.
Των πραγμάτων η
τάξη, το δίκιο, ζυγιάστηκαν.
τάξη, το δίκιο, ζυγιάστηκαν.
Η Δίκη το δίκιο της
πίσω το πήρε.
πίσω το πήρε.
Όλα καλά….
Και στο Καλό, για
την ώρα, πορεύονται.
την ώρα, πορεύονται.
Σκηνή 2η
Η προσφορά του
Προμηθέα-Πυρφόρου
Προμηθέα-Πυρφόρου
Στη σκηνή ο χορός των ανθρώπων, αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου
γένους που ευεργετήθηκε από τον Προμηθέα, πανηγυρικά εξιστορεί όσα αγαθά ο Πυρφόρος
προσέφερε και του αποδίδει τιμές.
γένους που ευεργετήθηκε από τον Προμηθέα, πανηγυρικά εξιστορεί όσα αγαθά ο Πυρφόρος
προσέφερε και του αποδίδει τιμές.
Τα πρόσωπα:
Δωδεκαμελής Χορός των
ανθρώπων
ανθρώπων
Ιερέας
Πρωτομάστορας
Γεωργός
Ναυτικός
Καλλιτέχνης
Γιατρός
και οι γυναίκες σύντροφοί τους.
Χορός Ανθρώπων[8]
Επάνω, στον πανύψηλο
Όλυμπο,
Όλυμπο,
ο Δίας το θρόνο του
έστησε,
έστησε,
γεννήτορας έγινε
νέων θεαινών και θεών
νέων θεαινών και θεών
—όλοι και όλες
παιδιά του αθάνατα—
παιδιά του αθάνατα—
και αυτός, πατέρας-Αφέντης,
τη δική τους τη
θέληση ορίζει.
θέληση ορίζει.
Κι ήταν η πλάση
ολόκληρη,
ολόκληρη,
γης, ουρανός και
θάλασσες,
θάλασσες,
όλα καλά κι όλα σοφά
και μ’ ομορφιά
χτισμένα.
χτισμένα.
Ζωή καμιά και
πουθενά μια ζωντανή θνητή ανάσα.
πουθενά μια ζωντανή θνητή ανάσα.
Μα σαν εκόντεψ’ ο
καιρός ζωή στη γης ν’ ανθίσει
καιρός ζωή στη γης ν’ ανθίσει
κατέβηκαν και οι
δώδεκα σε σπήλαιο ανήλιαγο
δώδεκα σε σπήλαιο ανήλιαγο
βαθιά στης γης τα
έγκατα τα ζωντανά να πλάσουν,
έγκατα τα ζωντανά να πλάσουν,
με λασπονέρι, με
φωτιά
φωτιά
και μ’ όσα άλλα
υλικά μ’ αυτά ανακατεύονται,
υλικά μ’ αυτά ανακατεύονται,
τα φτιάξαν ζωντανό
πηλό
πηλό
και σε καλούπια τάβαλαν.
Κι όσα πετούν και
περπατούν
περπατούν
και κολυμπούν και
σέρνονται
σέρνονται
τα πλάσαν οι
αθάνατοι.
αθάνατοι.
Μα πα’ στην κρίσιμη
στιγμή που ‘ταν να τα στολίσουν,
στιγμή που ‘ταν να τα στολίσουν,
τα παρατήσαν κι έφυγαν.
Ιερέας[9]
Και φώναξαν εσένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
εσένα και τον άλλον,
-π’ όση σοφία έχεις
εσύ
εσύ
τόση από κείνον
λείπει-.
λείπει-.
Χορός
Ο άλλος τότε, ο δίδυμος
και σ’ όλα αντίποδάς
σου,
σου,
όλα τα δώρα στα
ζωντανά τα μοίρασε
ζωντανά τα μοίρασε
κι άφησε εμάς
αστόλιστους κι άοπλους.
αστόλιστους κι άοπλους.
Ιερέας
Όλα τα δώρα ξόδεψε στο στόλισμα των ζώων.
Φτερά και δέρματα σκληρά,
δόντια αιχμηρά και τρίχωμα πυκνό
τρέξιμο γρήγορο,
και φτεροπεταγίσματα
στον γαλανόν αιθέρα.
Κι άφησε, ο ανόητος, για μας
μονάχα λίγες τρίχες
και κάτι νύχια άχρηστα,
μ’ αυτά να πορευτούμε.
Χορός
Επιμηθέα, ανόητε κι ασύνετε,
γυμνούς μας άφησες,
ολογυμνούς και χωρίς τρίχωμα,
γυμνούς κι ανυπόδητους
ακάλυπτους κι άοπλους.
Στα υγρά κι ανήλιαγα λαγούμια
της γης τρυπώναμε
σιχαμεροί ασπάλακες.
Τυφλά τα μάτια μας,
θωρούσαν μα δεν έβλεπαν.
Ήχους τ’ αυτιά μας άκουγαν
χωρίς να ξεχωρίζουν.
Ο νους τυφλός και στο μυαλό σκοτάδι.
Η φτερωμένη σκέψη ανύπαρκτη,
επίπεδη, ανίκανη να βρει,
να μάθει, να νοήσει, να προκόψει.
Ιερέας
Ο νους ο αφώτιστος σκλάβος του φόβου γίνεται
για τ’ ανερμήνευτο,
άθλιος δούλος του
τρόμου
τρόμου
για τ’ ανεξήγητο.
Χορός
Ο ουρανός, η γης, τ’
αγρίμια
αγρίμια
εχθροί μας
και μείς δρομείς του
πουθενά
πουθενά
από του Δία την οργή
την αστραπόβολη
την αστραπόβολη
αλάργα να βρεθούμε,
να σωθούμε,
να σωθούμε,
που τ’ αχαμνά του
πλάσματα, τ’ ακόσμητα
πλάσματα, τ’ ακόσμητα
γύρευε να ξεκάνει.
Ιερέας[10]
- Ιέρεια
- Ιέρεια
Σε σένα τα πάντα
χρωστάμε,
χρωστάμε,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη
μας.
μας.
Τα δικά σου τα χέρια
τον πηλό ξαναπλάσαν
και τη μορφή των
θεών μας χαρίσαν,
θεών μας χαρίσαν,
Χορός[11]
όρθια, στητή
κορμοστασιά
κορμοστασιά
και βλέμμα που
ολόψηλ’ αγναντεύει.
ολόψηλ’ αγναντεύει.
Και, για δική μας
χάρη και χαρά,
χάρη και χαρά,
της φωτιάς της δικής
τους,
τους,
της σπίθα του νου
και της τέχνης τη φλόγα
και της τέχνης τη φλόγα
—πολύτιμο, ανεκτίμητο
δώρο—
δώρο—
κοινωνούς και
κατόχους μας έκανες.
κατόχους μας έκανες.
Ιερέας
Βωμούς κι αγάλματα
θεών
θεών
πρώτα να φτιάχνω μ’
έμαθες
έμαθες
να γλυκαθεί η οργή
τους,
τους,
που αποδέκτη κλοπής
με λογάριαζαν.
με λογάριαζαν.
Τσίκνα απ’ τα σφάγια
και κάπνα
και κάπνα
οι προσφορές μου,
Χορός
το τίποτα…
Ιερέας
Καπνοί από λιβάνια
και φυτά μυρωδάτα,
και φυτά μυρωδάτα,
γαλιφιές και λόγια
του αέρα,
του αέρα,
ύμνοι λατρευτικοί,
αλλά από φόβο…
αλλά από φόβο…
οι προσφορές μου,
Χορός
το τίποτα…
Ιερέας
… οι προσφορές
μου
μου
τσίκνα από λίπη και
κοιλιές
κοιλιές
όχι ψαχνά του
σφάγιου,
σφάγιου,
—αυτά για μας τα
όρισες—,
όρισες—,
Χορός
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη
μας.
μας.
Ιερέας
Και να μαντεύω μ’
έμαθες.
έμαθες.
Πλάτες προβάτων,
των όρνιων τα
πετάγματα,
πετάγματα,
οι κεραυνοί και οι
σεισμοί,
σεισμοί,
το μαύρο ήπαρ του
βοδιού,
βοδιού,
τα Μορφικά τα
όνειρα,
όνειρα,
των Δρυάδων
ψιθυρίσματα,
ψιθυρίσματα,
τα λόγια απ’ τις
μορφές των νεκρών
μορφές των νεκρών
σε υδάτινο
καθρέφτισμα,
καθρέφτισμα,
όλα, μα όλα,
τα όπλα μου είναι,
και τ’ άγνωστα
μελλούμενα κατέχω.
μελλούμενα κατέχω.
Έτσι αντιπαλεύεται
αυτό που εκείνοι ορίζουν
αυτό που εκείνοι ορίζουν
κι αλλάζει η μοίρα.
Ο άνθρωπος γίνεται
αφέντης της ζωής του και κύριος.
αφέντης της ζωής του και κύριος.
Χορός
Η αγάπη μου όλη για
σε,
σε,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη
μου.
μου.
Πρωτομάστορας
Όλα τα ζωντανά της
γης
γης
θεριά κι αγρίμια
φοβερά
φοβερά
ή καλομερωμένα,
ξέρουν το πως να
φυλαχτούν
φυλαχτούν
και που να
καταλύσουν.
καταλύσουν.
Εγώ δεν είχα μοναχά
τόπο να μείνω μόνιμα
και μέρος να ριζώσω.
Άπατρις και
πλανώμενος,
πλανώμενος,
θύμα ταλαίπωρο,
δίχως της γνώσης
μυστικά,
μυστικά,
σπίτι να χτίσω
στέρεο
στέρεο
να γίνω φαμελιάρης.
Τα μυστικά της
τέχνης
τέχνης
εσύ μόνο μου τα
‘μαθες, Πυρφόρε Προμηθέα.
‘μαθες, Πυρφόρε Προμηθέα.
Τον τόπο βρίσκω το
σωστό,
σωστό,
να ‘χει κοντά
νεροπηγή, για ποταμό, για λίμνη
νεροπηγή, για ποταμό, για λίμνη
και κατά τις ανάγκες
μου μετρώ, υπολογίζω
μου μετρώ, υπολογίζω
και με μυαλό και
σύνεση
σύνεση
σπιτάκι θεμελιώνω.
Χορός
Το φτωχικό σπιτάκι
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
Πρωτομάστορας
Ραντίζω το λιθάρι
που πρώτο βάζω μες στη γης,
που πρώτο βάζω μες στη γης,
το ακρογωνιαίο,
με αίμα αλέκτορα
περήφανου
περήφανου
και κοκκινολειράτου,
για να χορτάσει ο
Εγκέλαδος
Εγκέλαδος
και σπίτι μη
γκρεμίσει.
γκρεμίσει.
Την αγωνία μου πρόλαβες.
Χορός
«Με το σωστό το
λογισμό ο φόβος λιγοστεύει
λογισμό ο φόβος λιγοστεύει
και πάντοτε τα
δύσκολα βγάζουν το παλληκάρι.
δύσκολα βγάζουν το παλληκάρι.
Φτιάξ’ το γερό, μου
είπες, τον κόπο μην τον λυπηθείς,
είπες, τον κόπο μην τον λυπηθείς,
σε τόπο κατάλληλο
χτίζε, πα σε εδάφη στέρεα
χτίζε, πα σε εδάφη στέρεα
και τότες τον
εγκέλαδο οι άλλοι θα φοβούνται».
εγκέλαδο οι άλλοι θα φοβούνται».
Πρωτομάστορας
Έτσι κι εγώ, πέτρες
μεγάλες, κοτρώνες, λαξεύω
μεγάλες, κοτρώνες, λαξεύω
ή φτιάχνω πλίθια
με λασποχώμα
κόκκινο, άχερα, αυγά
κόκκινο, άχερα, αυγά
και με μαλλιά
κατσίκας.
κατσίκας.
Στον ήλιο τα ξεραίνω
και αρχινώ το χτίσιμο.
και αρχινώ το χτίσιμο.
Τους τοίχους της
υπομονής φτιάχνω γερούς,
υπομονής φτιάχνω γερούς,
για να ‘ν το σπίτι
στεγανό και καλοστεριωμένο.
στεγανό και καλοστεριωμένο.
Από τον άγριο το
βοριά χτίζω ντουβάρια πιο παχιά
βοριά χτίζω ντουβάρια πιο παχιά
με παραθύρια λίγα
κι απέξω ελιές,
λιοστάσι.
Και να!
Τα κιούπια μου
γεμάτα
γεμάτα
με χυμό ζωής
καταπράσινο.
καταπράσινο.
Από του νότου τη
μεριά
μεριά
κληματαριές για τη
δροσιά στα καύματα του θέρους.
δροσιά στα καύματα του θέρους.
Και να!
Τσαμπιά σταφύλια ζουμερά
στο τραπέζι μου.
στο τραπέζι μου.
Χορός
Το φτωχικό σπιτάκι
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
Γυναίκα πρωτομάστορα:
Στη μέση,
στης ζωής και του
σπιτιού μου το κέντρο,
σπιτιού μου το κέντρο,
φτιάχνεις μια στια,
πυροστιά
πυροστιά
και κρατώ τη φωτιά
μας
μας
ακοίμητη.
Χορός
Η φωτιά ακοίμητη,
ακοίμητη.
ακοίμητη.
Γυναίκα πρωτομάστορα:
Και κρατώ εσένα
Εστία
Εστία
παρούσα,
Χορός
Η Εστία παρούσα,
παρούσα
παρούσα
Γυναίκα πρωτομάστορα:
τη δική σου,
Προμηθέα, τη φλόγα,
Προμηθέα, τη φλόγα,
άσβεστη,
Χορός
Η φλόγα άσβηστη,
πάντοτε άσβεστη,
πάντοτε άσβεστη,
Γυναίκα πρωτομάστορα:
δημιουργίας πυρφόρα
πνοή,
πνοή,
που φωτίζει,
ζεσταίνει και δίνει
ζεσταίνει και δίνει
στου σπιτικού μου τη
ζήση
ζήση
ασφάλειας γαλήνια
θαλπωρή,
θαλπωρή,
ζωντάνια γελαστή και
ακλόνητη δύναμη.
ακλόνητη δύναμη.
Χορός
Το φτωχικό σπιτάκι
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
μας, η πρώτη μας πατρίδα.
Σπιτάκι καλοσκέπαστο
και ομορφοφτιαγμένο.
και ομορφοφτιαγμένο.
Πρωτομάστορας
Την τέχνη αυτή,
πόχει το νου για
μάστορα,
μάστορα,
το σώμα δουλευτάρη
και στου μυαλού τη
δούλεψη
δούλεψη
παλληκαράδες δέκα,
σε σένα μόνο τη
χρωστώ,
χρωστώ,
Πυρφόρε Προμηθέα
Προστάτη κι ευεργέτη μου.
Γεωργός – και η σύντροφός του[12]
Τα μυστικά της Δήμητρας
μου ’μαθες
μου ’μαθες
και γίνηκα της γης
τρυφερός εραστής,
τρυφερός εραστής,
και παιδευτής
ακούραστος.
ακούραστος.
Μου ’πες:
«Στον ουρανό η
ματιά σου πάντα.
ματιά σου πάντα.
Τ’ Αυγερινού το
κάλεσμα,
κάλεσμα,
του Αποσπερίτη τ’
αθόρυβο διάβα
αθόρυβο διάβα
μη χάνεις,
των εποχών τις
αλλαγές μάθε ν’ ακούς,
αλλαγές μάθε ν’ ακούς,
να οσμίζεσαι απ’ των
ανέμων την ανάσα
ανέμων την ανάσα
και τ’ αλλιώτικο
φύσημα».
φύσημα».
Γυναίκα
Μου πες: «Μάθε ν’
ανθίζεσαι,
ανθίζεσαι,
πότ’ είν’ η ώρα, για
σπορά,
σπορά,
για θερισμό, για
λίχνισμα και γι άλεσμα
λίχνισμα και γι άλεσμα
και γι αμπελιού τον
τρύγο,
τρύγο,
για λιόκαρπου το
μάζωμα
μάζωμα
Γεωργός
Και γίνανε τα φοβερά
των εποχών γυρίσματα
των εποχών γυρίσματα
φίλοι και σύμμαχοί
μου.
μου.
Με χαλινάρια, με ζυγούς
τ’ άγριο ταυρί το
μέρεψα,
μέρεψα,
και τ’ άτι το
ατίθασο
ατίθασο
φίλος μου γίνηκε
και γλήγορό μου
πόδι.
πόδι.
Της μάνας Γαίας
φροντιστής,
φροντιστής,
μ’ αυλάκια
καλοφρόντιστα ποτίζοντας το χώμα,
καλοφρόντιστα ποτίζοντας το χώμα,
καρπίζω τ’ άγονα,
στα λεπτόγαια σπέρνω,
στα λεπτόγαια σπέρνω,
στα χρυσοτόπια της
Δήμητρας
Δήμητρας
κυμματισμοί ευλογίας
αέρινης,
αέρινης,
των κόπων μου τα
δώρα.
δώρα.
Αγρίμια δάμασα,
συντρόφους
οικόσιτους, βοηθούς ακάματους
οικόσιτους, βοηθούς ακάματους
στο σκληρό της γης
τ’ όργωμα τα ’καμα.
τ’ όργωμα τα ’καμα.
Το χέρι μου τ’
αδύναμο,
αδύναμο,
με τ’ αλετριού το
σίδερο και του μυαλού τη φλόγα,
σίδερο και του μυαλού τη φλόγα,
εγίνηκε κατακτητής
και στέριωσα και
πρόκοψα.
πρόκοψα.
Γυναίκα
Γεμάτη η αυλή μου
μερωμένα ζωντανά,
μερωμένα ζωντανά,
όλα στη δούλεψή μου,
πλέριες οι αποθήκες
μου,
μου,
με ξηροκάρπια και
τροφές
τροφές
για τους βαριούς
χειμώνες.
χειμώνες.
Χορός
Κι αυτά χάρη σε
σένα,
σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη
μας.
μας.
Ναυτικός
Όποιο μέρος του
κορμιού μου κι αν στύψεις
κορμιού μου κι αν στύψεις
θαλασσόνερο θα βγει.
Αρμυρό.
Με όπλο το νου, που
ερευνά, συγκρίνει,
ερευνά, συγκρίνει,
αποτυπώνει και φτάνει στη γνώση
—δώρο από σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα—
Πυρφόρε Προμηθέα—
το πλεούμενο —ένα με
μένα που ‘ναι—,
μένα που ‘ναι—,
επιδέξια ορίζω,
κι ο Άξενος Πόντος,
Εύξεινος πια,
Εύξεινος πια,
τον ιχνηλάτη του
άπιαστου,
άπιαστου,
τον δαμαστή
καλοδέχεται,
καλοδέχεται,
ερέτη επιδέξιο,
παγιδευτή ψαρά,
παγιδευτή ψαρά,
κι έμπορο μεταπράτη.
Σε όρμους νηνεμίας
απάνεμους,
απάνεμους,
καιροφύλακας των
ανέμων των ούριων,
ανέμων των ούριων,
—προσμονή, υπομονή
κι απαντοχής σκληράδα—
κι απαντοχής σκληράδα—
μέχρι να πνεύσει ο
Ζέφυρος,
Ζέφυρος,
μιαν αγκαλιά
αφροστόλιστη
αφροστόλιστη
τριγύρω στο σκαρί
μου,
μου,
για να ναι
καλοτάξιδο.
καλοτάξιδο.
Αυλακωμένα τα χέρια
μου, δες.
μου, δες.
Των χεριών οι
παλάμες χαραγμένες βαθιά,
παλάμες χαραγμένες βαθιά,
τραχιά των σκοινιών
μονοπάτια,
μονοπάτια,
της αγριάδας των
κυμάτων καθρέφτες.
κυμάτων καθρέφτες.
Χορός
Όσο αγριεύει η
θάλασσα,
θάλασσα,
τόσο η ψυχή βαθαίνει.
Ναυτικός
Το δικό μου το αύριο
ξέρω τι κρύβει.
ξέρω τι κρύβει.
Ναυάγιο, φουρτούνα,
μπουρίνι άξαφνο, ολοσκότεινο,
για ταξίδι
απρόσκοπτο,
απρόσκοπτο,
όλα τα λογαριάζω
προτού ν’ ανοίξω το πανί
προτού ν’ ανοίξω το πανί
και ξανοιχτώ στο
πέλαγο.
πέλαγο.
Όντας χτυπάνε το
σκαρί τα τρομερά δρολάπια
σκαρί τα τρομερά δρολάπια
και ο πλατύς ορίζοντας
απ’ τη ματιά μου φεύγει
απ’ τη ματιά μου φεύγει
και σμίγουν Γαία κι
Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
τότες στυλώνονται
γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
χώνονται, λες, μέσα
στη σάρκα του σκαριού,
στη σάρκα του σκαριού,
βιδώνομαι και στο
κατάρτι δένομαι
κατάρτι δένομαι
το κύμα μη με πάρει.
Κύμα το κύμα,
μια πάνω μετέωρος,
μια κάτω χαμένος στα
άπατα βάθη,
άπατα βάθη,
παλεύω και μάχομαι
με στέρνο φουσκωμένο
από μιαν άγρια χαρά,
που όμοιά της καμιά οι
στεριανοί δε γεύονται.
στεριανοί δε γεύονται.
Την τραχιά μου την
όψη
όψη
σμιλέψαν, χαράξαν οι
άνεμοι,
άνεμοι,
του ήλιου η κάψα, οι
καιροί οι αντίξοοι,
καιροί οι αντίξοοι,
κι η διψασμένη
αρμύρα της θάλασσας.
αρμύρα της θάλασσας.
Μα πιότερο απ’ όλα,
δώρο μου κάναν τη ματιά,
δώρο μου κάναν τη ματιά,
το καραβίσιο βλέμμα,
—αγριάδα και γλύκα
μαζί—,
μαζί—,
πόχει το χρώμα του
χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
το γαλανό και
ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.
ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.
Χορός
Θαλασσογράφος
πίνακας
πίνακας
σ’ όλα του Πόντου τα
χρώματα.
χρώματα.
Ναυτικός
Πλατιά η ψυχή σαν τη
θάλασσα.
θάλασσα.
Η καρδιά, του
κρυσταλλένιου νερού
κρυσταλλένιου νερού
καθάριο
αντιφέγγισμα.
αντιφέγγισμα.
Τα λόγια μου λίγα,
κοφτά και σταράτα,
κοφτά και σταράτα,
καταφυγιώτες στις
ρωγμές των κυμάτων,
ρωγμές των κυμάτων,
αισθήσεων ο λόγος.
Μάινααα καρδιά,
όοοορτσα ψυχή.
όοοορτσα ψυχή.
Στις ρωγμές των
κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
του πελάγου
αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
ζωντανεύουν το
πέλαγο
πέλαγο
και με τα πλάσματά
του
του
αρχινώ τις
κουβέντες.
κουβέντες.
Τα πελάγια ρεύματα
οι δικοί μου οι δρόμοι.
οι δικοί μου οι δρόμοι.
Η ψυχή μου ακρόπρωρη
—άροτρο, λιβαδιών
χαλκογάλανων—,
χαλκογάλανων—,
ορμητικά
διαβαίνοντας
διαβαίνοντας
στα μάτια μου μπρος
τους χαράζει
τους χαράζει
καθαρούς, διαυγείς
για σταθερή πορεία.
για σταθερή πορεία.
Στις άφεγγες νυχτιές,
τις άνεφες κι ατέλειωτες,
τις άνεφες κι ατέλειωτες,
τ’ αστροκεντήδια του
θόλου του ουράνιου,
θόλου του ουράνιου,
των εποχών ανάλογα,
φάροι που ανάβουν
για χάρη μου,
για χάρη μου,
την ευθεία να βρίσκω
στις πελάγιες στράτες.
στις πελάγιες στράτες.
Στης μέρας το φως,
των δελφινιών
συντροφικά ξεπετάγματα,
συντροφικά ξεπετάγματα,
αγαπημένοι φίλοι και
πλοηγοί αλάνθαστοι.
πλοηγοί αλάνθαστοι.
Δεν την αντέχω την στεριά.
Αντραλίζομαι.
Στου σκαριού μου τη
ράχη τα βήματά μου σταθερά,
ράχη τα βήματά μου σταθερά,
το χώμα σαν πατώ
παραπαίουν.
παραπαίουν.
Της Γης και του
Αιθέρα ο γιος,
Αιθέρα ο γιος,
ο Πόντος ο απέραντος,
το σπιτικό και το
βιός μου.
βιός μου.
Κι άμποτες, σαν έρθ’
η ώρα η καλή,
η ώρα η καλή,
χώμα μη με σκεπάσει.
Η θάλασσα να με
δεχτεί
δεχτεί
κι ένα μ’ αυτή να
γένω
γένω
Άμποτες.
Καλλιτέχνης[15]
Στου είναι μου τα
μύχια
μύχια
το φως σου το ‘νιωσα
θερμό, αέρινο άγγιγμα,
θερμό, αέρινο άγγιγμα,
Πυρφόρε Προμηθέα.
Ερωτευμένος κυνηγός,
ταγμένος οπαδός του
άπιαστου Ωραίου
άπιαστου Ωραίου
και θέλω να το
κλείσω στην άκρη της γραφίδας μου,
κλείσω στην άκρη της γραφίδας μου,
στο χτύπημα της
σμίλης,
σμίλης,
σε τέλειες γραμμές
σχημάτων νοερών,
σχημάτων νοερών,
σε συγχορδίες
αρμονικών διαστημάτων,
αρμονικών διαστημάτων,
να δείξω, όσο μπορώ
και δύναμαι,
και δύναμαι,
δειλά να προσεγγίσω
με λόγο, χρώμα, μουσική,
με λόγο, χρώμα, μουσική,
να φανερώσω τ’ άλλα,
που είναι εκεί, το
ξέρω, εκεί
ξέρω, εκεί
κι εγώ απλός μύστης
τυφλός
τυφλός
ψηλαφιστά τ’ αγγίζω
μα γνώστης τους και
κάτοχος δεν είμαι,
κάτοχος δεν είμαι,
δεν είμαι.
Χορός
Ψηλά η ματιά.
Εκεί η αλήθεια
κρύβεται,
κρύβεται,
αόρατη κι ανύπαρκτη
για το ανόητο μυαλό
για το ανόητο μυαλό
επενδυτών
κοντόφθαλμων
κοντόφθαλμων
φθαρτής και
χωματένιας ύλης.
χωματένιας ύλης.
Καλλιτέχνης
Ψηλά η ματιά.
Το επέκεινα Κάλλος
μαγνήτης,
μαγνήτης,
της ψυχής γητευτής,
να θυμηθεί την
καλεί, να νοήσει
καλεί, να νοήσει
—όσο μπορεί και
δύναται—
δύναται—
του αληθινού την
ομορφιά,
ομορφιά,
την αΐδια κι αλώβητη
των Ιδεών ουσία.
των Ιδεών ουσία.
Στου μυαλού μου τα
βάθη μια λέξη, δυο, τρεις.
βάθη μια λέξη, δυο, τρεις.
Η πρώτη ιδέα, η
σύλληψη.
σύλληψη.
Διάχυτο γύρω της
πυράς σου το φως
πυράς σου το φως
την ύπαρξή μου
κλείνει θερμά,
κλείνει θερμά,
σαν αγκαλιά, σαν
ζωογόνα ανασεμιά
ζωογόνα ανασεμιά
κι αγαπημένο χάδι.
Χορός
Κυοφορεί ο νους,
μοχθεί, μέχρι να πάρει σχήμα
μοχθεί, μέχρι να πάρει σχήμα
η σπινθηρίζουσα
έμπνευση,
έμπνευση,
και να γενεί τραγούδι, λόγος, πίνακας,
Δεν είναι όλα Τέχνη.
Δεν είναι Τέχνη όλα
αυτά, που οι άνθρωποι
αυτά, που οι άνθρωποι
καυχιούνται και
επαίρονται πως έχουν και κατέχουν.
επαίρονται πως έχουν και κατέχουν.
Χάρισμα είναι τ’
Ουρανού,
Ουρανού,
σ’ όποιον το δέχετ’
έτσι
έτσι
και εξαρχής
στοχάζεται πως το χρωστάει σ’ όλους.
στοχάζεται πως το χρωστάει σ’ όλους.
Καλλιτέχνης
Σαν της ζωής σου οι
χίμαιρες ξοπίσω σου ορμούν,
χίμαιρες ξοπίσω σου ορμούν,
και στόχο έχουν
βάλει βάρος να γίνουν αβάσταγο
βάλει βάρος να γίνουν αβάσταγο
να σε κρατήσουν
χαμηλά, να ξεχαστείς, να φοβηθείς
χαμηλά, να ξεχαστείς, να φοβηθείς
και ν’ αρνηθείς
ανέβασμα κοπιαστικό
ανέβασμα κοπιαστικό
στα εννιά κλιμακωτά
της Τέχνης τα γιοφύρια,
της Τέχνης τα γιοφύρια,
με νου παραδομένο σε
ζάλη μέθης νηφάλιας,
ζάλη μέθης νηφάλιας,
Χορός
και στόχο έχουν
ν’ αρνηθείς να δεις
και να γενείς ο δέκτης,
και να γενείς ο δέκτης,
όσων ο Ουρανός,
χωρίς φειδώ, απλόχερα
χωρίς φειδώ, απλόχερα
σε ταπεινούς
χαρίζει,
χαρίζει,
Καλλιτέχνης
τότε, έντιμο θάρρος
κι εγρήγορση,
κι εγρήγορση,
μέχρι να πεις:
«Εγώ ούτε μπορώ,
ούτε ξέρω».
ούτε ξέρω».
Υπέρβαση.
Των παθών εγκρατής
της Σοφίας ο φίλος.
της Σοφίας ο φίλος.
Αυτό μ’ έμαθες,
Πυρφόρε Προμηθέα.
Πυρφόρε Προμηθέα.
Ερευνητής του
ωραίου, ταπεινός,
ωραίου, ταπεινός,
της Σοφίας ο φίλος, της άγνοιάς του ο γνώστης.
Έτσι μονάχα γίνεται
ο νους, μεσ’ στη σιωπή του,
ο νους, μεσ’ στη σιωπή του,
του άπειρου
συμπορευτής,
συμπορευτής,
ερμηνευτής αθόρυβος,
για να πάρουν,
μέσα απ’ αυτόν,
διάσταση οι άυλες ιδέες,
διάσταση οι άυλες ιδέες,
με τη θαυμαστή των
γραμμάτων σειρά,
γραμμάτων σειρά,
του λόγου την τέχνη,
και τη γραμμή των
αριθμών την ατελεύτητη.
αριθμών την ατελεύτητη.
Να συνταιριάξουνε
σωστά, λόγια, σχημάτων χρώματα,
σωστά, λόγια, σχημάτων χρώματα,
πνοή να πάρουν τ’
άψυχα,
άψυχα,
τα άσχημα τα
αταίριαχτα
αταίριαχτα
μ’ αρμονικά ταιριάγματα,
όλα να μπουν σε τάξη,
όλα να μπουν σε τάξη,
όλα να πάρουν και
σχήμα και νόημα.
σχήμα και νόημα.
Χορός
Κυοφορίας αγωνία
γλυκιά,
γλυκιά,
ανεπαίσθητος φόβος,
λαχτάρα μητρική
λαχτάρα μητρική
γι αυτό που
επίκειται,
επίκειται,
σαν βρέφος τρυφερό,
καλοδεχούμενο,
καλοδεχούμενο,
άγνωστο στη μορφή,
που τόσο οικείο είναι.
που τόσο οικείο είναι.
Καλλιτέχνης
Σαν φτάσει η ώρα του
τόκου,
τόκου,
μεμιάς ευδιάκριτες
πια οι μελωδίες.
πια οι μελωδίες.
Η ώρα του τόκου σαν
έρθει, παίρνουν μορφή τελική
έρθει, παίρνουν μορφή τελική
των συναισθημάτων οι
λεπτές αποχρώσεις,
λεπτές αποχρώσεις,
τα άπειρα ακαθόριστα
σχήματα,
σχήματα,
των στίχων οι
αράδες, οι ρυθμοί,
αράδες, οι ρυθμοί,
και οι χοροί των
ασμάτων.
ασμάτων.
Μέσα απ’ την ύλη τη
φθαρτή η ματιά,
φθαρτή η ματιά,
—η άλλη ματιά, αυτή
που διακρίνει
που διακρίνει
χρώματα άλλα, ήχων
μελωδίες πρωτόγνωρες—,
μελωδίες πρωτόγνωρες—,
αυτή η ματιά, αυτές
οι αισθήσεις,
οι αισθήσεις,
πηγές δειλά
αναβρύζουσες,
αναβρύζουσες,
γίνονται των παιδιών
της ψυχής μου οι ανάδοχοι.
της ψυχής μου οι ανάδοχοι.
Χορός
Ο τόκος μέσα στο
Καλό,
Καλό,
—και το Καλό ειν’ τ’
όμορφο—
όμορφο—
δημιουργός ωδίνη,
πόνος γλυκός και μόχθος.
πόνος γλυκός και μόχθος.
Καλλιτέχνης
Σαν το μυαλό
γεννάει, στιγμές απομόνωσης.
γεννάει, στιγμές απομόνωσης.
Όντας πάσχει του
μυαλού το υπογάστριο,
μυαλού το υπογάστριο,
με λένε απόκοσμο, παράξενο,
μοναχικό κι απόμακρο
άνθρωπο.
άνθρωπο.
Όχι δεν είμαι.
Μοναξιά, έτσι
νομίζουν όλοι,
νομίζουν όλοι,
μα η πλάση ολόκληρη
είναι μαζί μου
είναι μαζί μου
και συ, ο σύντροφός
μου,
μου,
αναμμένη κρατάς,
Πυρφόρε, τη φλόγα,
Πυρφόρε, τη φλόγα,
μέσα και γύρω μου,
σε στιγμές οδυνηρής
ευτυχίας.
ευτυχίας.
Τα έργα, παιδιά μου,
παιδιά μας.
Τα έργα ύμνοι, και
δοξαστικοί για τον Πλάστη παιάνες.
δοξαστικοί για τον Πλάστη παιάνες.
Τα παιδιά μας,
εκφάνσεις ψυχής δεκτικής, ανοιχτής,
εκφάνσεις ψυχής δεκτικής, ανοιχτής,
της ζωής θριαμβικά
αντηχήσματα.
αντηχήσματα.
Χορός
Φτερά ψυχής βγάζ’ η
καρδιά
καρδιά
και το μυαλό
αισθάνεται την ομορφιά του κόσμου.
αισθάνεται την ομορφιά του κόσμου.
Σκηνή 3η
Το ανθρώπινο γένος
απολαμβάνει τα δώρα του Προμηθέα και προκόβει.
απολαμβάνει τα δώρα του Προμηθέα και προκόβει.
Οι έξι γυναίκες στήνουν χορό χαράς, για να τιμήσουν τον
Προμηθέα.
Προμηθέα.
Με τον «πεντάχορο» χορό τους, όσες και οι φάσεις στη ζωή
μιας γυναίκας, δημιουργείται ατμόσφαιρα ευωχίας που προκαλεί τον φθόνο του Δία.
μιας γυναίκας, δημιουργείται ατμόσφαιρα ευωχίας που προκαλεί τον φθόνο του Δία.
Ακολουθεί ο μύθος της Πανδώρας και των δεινών που προκάλεσε.
Ο γιατρός φωτισμένος από τον Πυρφόρο γλιτώνει τους ανθρώπους
από τον όλεθρο.
από τον όλεθρο.
Τα πρόσωπα
Δωδεκαμελής Χορός των
ανθρώπων
ανθρώπων
(Ιερέας
Γιατρός)
Χορευτικό (από τις έξι κοπέλες)
Όλες μαζί
Τους δώδεκα θεούς,
τους δίμορφους,
τιμώντας,
τιμώντας,
θυσίες στους βωμούς
τους προσφέρω.
τους προσφέρω.
Με άνθια και δάφνες
στολίζω τ’ αγάλματα
στολίζω τ’ αγάλματα
την εύνοιά τους να
έχω
έχω
και τ’ αγαθό τους
πρόσωπο
πρόσωπο
για πάντα σε μένα να
στρέφουν.
στρέφουν.
Κορυφαία
Πίσω απ’ εκείνων τις
τιμές
τιμές
η αγάπη μου για
σένα,
σένα,
Πυρφόρε Προμηθέα,
Προστάτη κι ευεργέτη
μου.
μου.
Γυναίκες
Οι προσφορές μου
αναίμακτες,
αναίμακτες,
κάνιστρα ανθισμένα,
κρατήρες με
πρωτόλαδο,
πρωτόλαδο,
από τον άγουρο καρπό
του ευλογημένου δέντρου,
του ευλογημένου δέντρου,
λαγήνια πλέρια με
άκρατο
άκρατο
—αίμα Διονύσου
ευφραντικό—,
ευφραντικό—,
κοφίνια με
ξανθόσπορο,
ξανθόσπορο,
της καρδιάς μας το
στήριγμα,
στήριγμα,
αγριόμελο και γάλα.
Χορός ανδρών[16]
Στεφάνια στα μαλλιά
κορίτσια φορέστε,
κορίτσια φορέστε,
μια ζωντανή
ομορφάδα,
ομορφάδα,
που ένα γίνεται με
τα στολίδια της πλάσης,
τα στολίδια της πλάσης,
τη χαρά της ζωής.
Πρώτο πρόσωπο - Μάνα[17]
Ζωντανό προσκεφάλι η
καρδιά μου
καρδιά μου
να βρίσκουν τα
παιδιά αναπαμό.
παιδιά αναπαμό.
Η λαχτάρα,
παραστάτης της ζωής μου και σύνοικος
παραστάτης της ζωής μου και σύνοικος
και στο στόμα μου
πάντα ευχές-προσευχές
πάντα ευχές-προσευχές
—Φεύγεις παιδί μου;
Στο Καλό…
Με Καλό…
Καλό δρόμο και η
πορεία σου ευθεία
πορεία σου ευθεία
—Ήρθες παιδί μου;
Καρδιάς καλωσόρισμα
και το βλέμμα
αστείρευτων λόγων πηγή.
αστείρευτων λόγων πηγή.
Σαν τη δική μου
αγάπη, καμιά!
αγάπη, καμιά!
Σαν της μάνας τη
χαρά και τον πόνο κανένας!
χαρά και τον πόνο κανένας!
Αγαπάει πριν να δει.
Πάνω απ´ τη
νάκα, πάνω απ’ το λίκνο,
νάκα, πάνω απ’ το λίκνο,
πλάθει πορεία
ουρανόδρομη ονείρων!
ουρανόδρομη ονείρων!
«Κοιτάξτε το! Δεν
είναι πανέμορφο;
είναι πανέμορφο;
Είν’ το παιδί μου!
Έκανε λάθη; Έσφαλλε;
Κανείς να μην πει
ότι τόθελε.
ότι τόθελε.
Να μην το μαλώσει
κανένας,
κανένας,
γιατί είν’ το παιδί
μου
μου
Πρόκοψε; Καμαρώστε
το! Είναι παιδί μου!»
το! Είναι παιδί μου!»
Απ’ το δικό του το στόμα μια λέξη μονάχα μου είν’ αρκετή:
Μάνα!
Τέσσερα γράμματα
όλος μου ο κόσμος
όλος μου ο κόσμος
—Μάνα…
—Τι είναι καμάρι
μου; Τι έχεις παιδί μου;
μου; Τι έχεις παιδί μου;
Τι σου συμβαίνει
ψυχή μου;
ψυχή μου;
Καλά, μη μου πεις.
Ξέρω.
Σε πλήγωσαν;
Πλήγωσες;
Πλήγωσες;
Σε πρόδωσαν;
Πρόδωσες;
Πρόδωσες;
Σ’ αδίκησαν; Κάποιον
αδίκησες;
αδίκησες;
Εγώ είμαι εδώ.
Η αγκαλιά μου λιμάνι
γαλήνιο κι απάνεμο,
γαλήνιο κι απάνεμο,
έλα να ξαποστάσεις.
Το δικό μου το χάδι
ελευθερίας αίσθηση.
ελευθερίας αίσθηση.
Η ανάσα μου άρωμα
ανοιξιάτικης αύρας.
ανοιξιάτικης αύρας.
Αν μπορούσα, δίχτυ
αγάπης πυκνό,
αγάπης πυκνό,
αδιαπέραστο κι
άφθαρτο θα ‘πλεκα
άφθαρτο θα ‘πλεκα
και μπροστά στα παιδιά
μου θα το ‘στηνα,
μου θα το ‘στηνα,
Προστασία –όσο ζω κι
αφού φύγω-
αφού φύγω-
απ’ του κακού τους
ανέμους,
ανέμους,
απ’ το φθόνο του
κόσμου κι απ´ τ´ άδικο
κόσμου κι απ´ τ´ άδικο
Στημόνι οι ελπίδες,
υφάδι της αγάπης τα
όνειρα
όνειρα
και οι σκέψεις
σαϊτιές επιδέξιες.
σαϊτιές επιδέξιες.
Πυρφόρε Προμηθέα,
μέσα στο στέρνο μου
της ουράνιας φλόγας
τη ζέστα απιθώνοντας,
τη ζέστα απιθώνοντας,
μ´ έκαμες Μάνα
της καρδιάς και όχι του ενστίχτου.
της καρδιάς και όχι του ενστίχτου.
Δεν γεννώ, έτσι απλά·
δια βίου τα μωρά μου
ανατρέφω.
ανατρέφω.
Με το είναι μου όλο
–όσο ζω-
–όσο ζω-
τους καρπούς μου
φροντίζω.
φροντίζω.
Χορός ανδρών[18]
Από της γης τα
ζωντανά
ζωντανά
σαν εσένα κανένα του
Έρωτα τα πάθη να νιώσει
Έρωτα τα πάθη να νιώσει
δεν του ‘μελλε.
Η φωτιά του η
άσβεστη
άσβεστη
πυρπολώντας το είναι
σου ατέρμονα,
σου ατέρμονα,
αναγεννά και
τελειώνει
τελειώνει
και πάλι ανασταίνει
Δεύτερο πρόσωπο - Έρωτας
Χάρη σε σένα,
Προμηθέα Πυρφόρε μου,
Προμηθέα Πυρφόρε μου,
στης αγάπης το άβατο να μπω αξιώθηκα
και είδα τον Έρωτα,
και είδα τον Έρωτα,
μια ιέρεια φωτόλαμπρη,
μέσα απ' το μαύρο της ντύμα
Μέσ’ τη σιωπή σου σε άκουσα, Έρωτα.
Σφραγίδα το στόμα,
Σφραγίδα το στόμα,
περίβολος φύλακας,
εμποδιστής περίσσιων λόγων
Ένιωσα, Έρωτα,
της μουσικής τη γαλήνια ορμή
ως τ' ακροδάχτυλά μου
Είδα…
άλικα άνθια τα γόνατα,
άλικα άνθια τα γόνατα,
υπομονής ανεξίτηλης τρόπαια
προσφοράς παράσημα,
της ευτυχίας του «δούναι» τα εύσημα
Διάβασα…
αναντίρρητη σκέψη
Διάβασα…
αναντίρρητη σκέψη
και το λόγο σου, Έρωτα, άκουσα,
τον μεγάλο απόντα.
Δάκρυ ψυχής,
ακύλιστο απόσταγμα
να τρέξει,
καθάριο, ολοζώντανο
και να ειπωθεί το ανείπωτο,
να γίνει λόγος η ματιά,
το ερωτικό βλεφάρισμα
φράση λειψή, μα ολόκληρη,
φράση που σπαρταράει.
Απ’ της αγάπης τραγούδια να πάρω λόγια
να τρέξει,
καθάριο, ολοζώντανο
και να ειπωθεί το ανείπωτο,
να γίνει λόγος η ματιά,
το ερωτικό βλεφάρισμα
φράση λειψή, μα ολόκληρη,
φράση που σπαρταράει.
Απ’ της αγάπης τραγούδια να πάρω λόγια
δε θέλω, δε θέλω.
Ο νους ενεός –εντός μου κι εκτός-
οικείο το άγνωστο,
και τ’ άπιαστο ανέλπιστα οικείο.
Ήρθα και ήσουν εδώ
και απών εδώ
σαν από πάντα,
συνισταμένη της ζωής μου, εσύ
δικό σου τ’ όνομά μου, ανάδοχε έρωτα,
ανάδοχέ μου έρωτα,
της κάθε μέρας μου ζωή και σιωπηλή αναζήτηση.
Ιδεογράμματα εικόνων,
ιερέων παλαιών γλυφουργήματα
σε υποχθόνιους τοίχους,
στης αγάπης της δάδας το φως
μια πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και ήχων
σ’ εξαίσια σύνθεση
-υπάρχουν κι αυτά που δεν βλέπουμε, υπάρχουν-.
Μεταβλητή μου, εσύ και σταθερά,
-τ’ αλλιώτικο ίδιο-,
και της κάθε στιγμής μου το απαράλλαχτο όλον
Ο νους ενεός –εντός μου κι εκτός-
οικείο το άγνωστο,
και τ’ άπιαστο ανέλπιστα οικείο.
Ήρθα και ήσουν εδώ
και απών εδώ
σαν από πάντα,
συνισταμένη της ζωής μου, εσύ
δικό σου τ’ όνομά μου, ανάδοχε έρωτα,
ανάδοχέ μου έρωτα,
της κάθε μέρας μου ζωή και σιωπηλή αναζήτηση.
Ιδεογράμματα εικόνων,
ιερέων παλαιών γλυφουργήματα
σε υποχθόνιους τοίχους,
στης αγάπης της δάδας το φως
μια πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και ήχων
σ’ εξαίσια σύνθεση
-υπάρχουν κι αυτά που δεν βλέπουμε, υπάρχουν-.
Μεταβλητή μου, εσύ και σταθερά,
-τ’ αλλιώτικο ίδιο-,
και της κάθε στιγμής μου το απαράλλαχτο όλον
Χορός ανδρών[19]
Κάτοπτρο αλαβάστρινο
η σμιλεμένη της
γυναίκας ψυχή,
γυναίκας ψυχή,
ωοκέλυφο,
και μέσα της περνά
και διαχέεται
και διαχέεται
φαγεντιανό γαλάζιο
της αγάπης το φως.
Τρίτο πρόσωπο - Αγάπη
Αγάπη με λένε,
των ψυχών γαλήνη
γλυκόγελη.
γλυκόγελη.
Της ζωής την ουσία,
Πυρφόρε, μου έμαθες,
Πυρφόρε, μου έμαθες,
που τους ανθρώπους
στολίζει και δένει.
στολίζει και δένει.
Γαλήνια λίμνη,
ατάραχη και πάνωθέ της το φως.
ατάραχη και πάνωθέ της το φως.
Στα πέρατ’
απλώνεται,
απλώνεται,
δροσίζει ψυχές,
ευφραίνει καρδιές,
τον ανθρώπων τον
πόνο γλυκαίνει.
πόνο γλυκαίνει.
Άνδρες
Στο πέρασμά σου τα δεινά υποχωρούν.
Κορυφαία
Η καρδιά μιας
γυναίκας γεμάτη απ’ αγάπη σαν είναι,
γυναίκας γεμάτη απ’ αγάπη σαν είναι,
γιατρικό, χωρίς
φειδώ δοσμένο,
φειδώ δοσμένο,
αχρέωστα σ’ όλους
και σ’ όλα,
και σ’ όλα,
είναι πανάκεια
χαρισμένη, ανάργυρη!!
χαρισμένη, ανάργυρη!!
Άνδρες
Στο πέρασμά σου τα
δεινά υποχωρούν.
δεινά υποχωρούν.
Γυναίκες
Ο τόπος μου; Το
σύμπαν ολάκερο
σύμπαν ολάκερο
κι αγαπημένη
κατοικιά, οι καρδιές των ανθρώπων
κατοικιά, οι καρδιές των ανθρώπων
οι ολάνοιχτες!
Δεν είμαι εδώ, εκεί,
αλλού.
αλλού.
Είμαι παντού.
Παντού θα μέ ‘βρεις,
όπου είν’ όλα
φωτεινά και καλά.
φωτεινά και καλά.
Ούτε μετριέμαι, ούτε
ζυγιάζομαι.
ζυγιάζομαι.
Άνδρες
Στο πέρασμά σου τα δεινά υποχωρούν.
Γυναίκες
Μ’ έχεις ή δε μ’
έχεις,
έχεις,
είμαι ή δεν είμαι.
Το πολύ και το λίγο,
το σχετικό και το μέτριο
το σχετικό και το μέτριο
δεν ταιριάζουν σε
μένα.
μένα.
Αμέριστη!
Δεν υπάρχει ζυγάρι
να βαστάξει δικό μου κομμάτι
να βαστάξει δικό μου κομμάτι
μήτε βρέθηκε
αντίβαρο της δικής μου αξίας.
αντίβαρο της δικής μου αξίας.
Ανθρώπων βάσανα;
Μοναξιάς σκοτάδι και
θρήνος βουβός;
θρήνος βουβός;
Κάλεσέ με και θάρθω.
Στη δικιά μου την
ήρεμη δύναμη
ήρεμη δύναμη
τα δεινά υποχωρούν.
Το μαύρο το μίσος,
εχθρός μαχητός,
εχθρός μαχητός,
στο λευκογάλανο φως
μου διαλύεται.
μου διαλύεται.
Άνδρες
Στο πέρασμά σου τα δεινά υποχωρούν.
Γυναίκες
Προμηθέα Πυρφόρε,
φιλάνθρωπε!
φιλάνθρωπε!
Αν και προγνώστης τ’
αδίκου τιμήματος,
αδίκου τιμήματος,
έδωσες, πρόσφερες
και φορέα με έκανες
και φορέα με έκανες
της δικής σου
αγάπης.
αγάπης.
Μ’ έμαθες πώς μ’
αυτήν να πορεύομαι.
αυτήν να πορεύομαι.
Χορός ανδρών και γυναικών
Αγάπη! Πεμπτουσία
της ύπαρξης.
της ύπαρξης.
Αγάπη! Δεσμός
συνεκτικός, ακατάλυτος κι άφθαρτος!
συνεκτικός, ακατάλυτος κι άφθαρτος!
Αγάπη! Της ουσίας
απάντων των όντων,
απάντων των όντων,
η Ουσία.
Χορός ανδρών[20]
Την είδες, την
ξεχώρισες
ξεχώρισες
και σ’ έναν κύκλο
φεγγαριού
φεγγαριού
αυτό που είδες
δέχτηκες,
δέχτηκες,
ζωή και βιός σου το
’καμες,
’καμες,
κι ο γνώστης γίνηκε
γνωστός,
γνωστός,
οικεία αγαπημένος.
Τέταρτο πρόσωπο – έφηβη
Η δεύτερή μου η ζωή
χρωμάτων πανδαισία,
αγάπης
μοσχομυρωδιές,
μοσχομυρωδιές,
της γεύσης ευωχία
γλυκόμελη.
γλυκόμελη.
Η ακοή, δέκτης
εξαίσιας μουσικής
εξαίσιας μουσικής
που αέναα πηγάζει,
απ’ όσα τα μάτια μου
θωρούν
θωρούν
κι όσα η ψυχή μου
βλέπει.
βλέπει.
Λαχτάρα ψυχής γι
ανεμοπέταγμα
προσμονή αγγιγμάτων
στις κραυγές του μυαλού τα χείλη σιωπούν.
Πώς να πω;
Με τι λόγια να πω της καρδιάς το ξεχείλισμα;
ανεμοπέταγμα
προσμονή αγγιγμάτων
στις κραυγές του μυαλού τα χείλη σιωπούν.
Πώς να πω;
Με τι λόγια να πω της καρδιάς το ξεχείλισμα;
Τ’ αγγίγματα, ζωής
ψηλάφισμα, …
ψηλάφισμα, …
που όλα τα κάνει να
λάμπουν
λάμπουν
και δίνει στα
δύσκολα θάρρος.
δύσκολα θάρρος.
Δεν θέλω, δεν
δέχομαι,
δέχομαι,
αρνιέμαι
τη δικιά μου ζωή να
ορίζουνε άλλοι.
ορίζουνε άλλοι.
Σε σένα αυτό το
χρωστώ
χρωστώ
Προμηθέα Πυρφόρε.
Δεν θέλω,
αρνιέμαι
δυνάστες παράνομους
κι άνομους,
κι άνομους,
επισκέπτες
παρείσακτους, στη ζωή και τη σκέψη μου.
παρείσακτους, στη ζωή και τη σκέψη μου.
Εσύ μ’ έμαθες έτσι
να σκέφτομαι
να σκέφτομαι
Προμηθέα Πυρφόρε.
Δε θέλω, δεν δέχομαι
παρά μόνο
η δική μου η Πίστη,
η δική μου Ελπίδα,
η δική μου Αγάπη
να χαράζουν
στολίζοντας το δικό μου το δρόμο.
στολίζοντας το δικό μου το δρόμο.
Και γίνονται έτσι
της ζωής ο αγώνας,
του αδίκου η απόρριψη,
των ανόητων η
άρνηση,
άρνηση,
ανατροπής πανηγύρι
κι Ελευθερίας
απόλαυση.
απόλαυση.
Χορός ανδρών
Αν θες την ευτυχία
να βρεις
να βρεις
και δικιά σου για
πάντα να έχεις,
πάντα να έχεις,
βρες το παιδάκι μέσα
σου, ξαναζωντάνεψέ το
κι αυτό με κελαηδίσματα, σαν σπίνος, σαν αηδόνι,
με τραγουδάκια θα σου πει,
για τα ουράνια χρώματα στον κόσμο της αγάπης,
για το καλό και τ’ όμορφο,
σου, ξαναζωντάνεψέ το
κι αυτό με κελαηδίσματα, σαν σπίνος, σαν αηδόνι,
με τραγουδάκια θα σου πει,
για τα ουράνια χρώματα στον κόσμο της αγάπης,
για το καλό και τ’ όμορφο,
για της ζωής τα
δώρα.
δώρα.
Πέμπτο πρόσωπο- κοριτσάκι[22]
αυτή βαραίνει
πιότερο,
πιότερο,
αυτή στο χτες
εγιόρταζα,
εγιόρταζα,
αυτή γιορτάζω
σήμερα,
σήμερα,
και πάντα θα
γιορτάζω.
γιορτάζω.
Γι αυτήν του χορού
μου η χαρά
μου η χαρά
γι αυτήν και το
τραγούδι.
τραγούδι.
Το κάθε μου ξημέρωμα[24]
ένα παράθυρο
διάπλατο
διάπλατο
στης χαράς τον
ορίζοντα.
ορίζοντα.
μικρή παιδούλα
γίνεσαι,
γίνεσαι,
με της αυγής
λιοτράγουδα,
λιοτράγουδα,
δροσάδα εωθινού
ανάλαφρου αγέρα,
ανάλαφρου αγέρα,
και με λογάκια παιδιάστικα
την κάθε μέρα σου
αρχινάς
αρχινάς
και μια ζωή ολάκερη
στην κάθε μέρα κλείνεις.
στην κάθε μέρα κλείνεις.
Το κάθε μου ξημέρωμα[26]
ένα παράθυρο
διάπλατο
διάπλατο
στης χαράς τον
ορίζοντα.
ορίζοντα.
Στο ρυθμό της χαράς
ολημερίς, ακούραστα
σε χορού ανέμελου
τ’ ανάλαφρά σου
βήματά
βήματά
σε πάνε και σε
φέρνουν
φέρνουν
σ’ όσα για τ’ αύριο
λαχταράς
λαχταράς
σ’ όσα στο τώρα
γεύεσαι.
γεύεσαι.
Το κάθε μου ξημέρωμα
ένα παράθυρο
διάπλατο
διάπλατο
στης χαράς τον
ορίζοντα.
ορίζοντα.
Πεταλούδες σ’
ανθάκια, πουλιά στις φωλιές
ανθάκια, πουλιά στις φωλιές
μυρωδιές τυπωμένες,
χρώματα
λαμπροφώτιστα
λαμπροφώτιστα
ουρανοπετάγματα,
μουσικές αγκαλιές
χαρούμενα δάκρυα,
και ξάστερα γέλια.
και ξάστερα γέλια.
Το κάθε μου ξημέρωμα
ένα παράθυρο
διάπλατο
διάπλατο
στης χαράς τον
ορίζοντα.
ορίζοντα.
Οι στιγμές,
σμήνος πολύβουων
μελισσών
μελισσών
της ευτυχίας το
νέκταρ ρουφούν
νέκταρ ρουφούν
και στην κυψέλη τους
δίνουν
δίνουν
την ευωδιά και των
ονείρων το σχήμα.
ονείρων το σχήμα.
Το κάθε μου ξημέρωμα[27]
ένα παράθυρο
διάπλατο
διάπλατο
στης χαράς τον
ορίζοντα.
ορίζοντα.
Χορός ανδρών[28]
Πόσο η ψυχή μου
ευφραίνεται να βλέπω το χορό σας!!
ευφραίνεται να βλέπω το χορό σας!!
Μα της καρδιάς μου
τη χαρά,
τη χαρά,
ο Δίας την εφθόνεψε
και —συφορά μου
μεγάλη—
μεγάλη—
εκδίκηση γύρεψε.
Φτιαχτή γυναίκα,
πλάσμα αγέννητο,
πλάσμα αγέννητο,
χωρίς των θνητών του
αφαλού το σημάδι,
αφαλού το σημάδι,
σκάρωσε,
και του αδερφού σου
τη χάρισε,
τη χάρισε,
—γλυκιά ζωή γι
αυτόν, πικροζωή για μένα—.
αυτόν, πικροζωή για μένα—.
Ιερέας
Ασύνετα την έκαμε
κυρά κι αρχόντισσά του,
κυρά κι αρχόντισσά του,
και η δικιά σου
συμβουλή λόγια μονάχα,
συμβουλή λόγια μονάχα,
γράμματα σκόρπια,
στη σειρά, μα νόημα κανένα.
στη σειρά, μα νόημα κανένα.
Χορός
«Δώρο απ’ τους θεούς
να μην καταδεχτείς,
να μην καταδεχτείς,
άδωρο κι ολέθριο θα ’ναι».
Ιερέας
Έτσι του είπες, μα
δε σ’ άκουσε
δε σ’ άκουσε
Το όνομά της,
Πανδώρα,
Πανδώρα,
γητεύτρα πανέμορφη,
—ο νους να τα χάνει—
και —ώρα μισητή, ώρα
καταραμένη—
καταραμένη—
της παραδώσαν οι
θεοί ένα κουτί για προίκα.
θεοί ένα κουτί για προίκα.
Σαν τ’ άνοιξε, έτσι
απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
απλά με τ’ άστοχό της χέρι,
όλου του κόσμου τα
δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
δεινά απάνωθέ μας πέσαν,
αρρώστιες, πόνοι,
βάσανα
βάσανα
κι ό,τι κακό, κι
ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
ό,τι στραβό μπορεί να βάνει ο νους σου.
Αρρώστιες, πλήθος
φοβερό,
φοβερό,
ανίατες… έτσι ο Δίας
το ’θελε.
το ’θελε.
Απ’ το κουτί
ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
ανάβλυσαν οι ποταμοί της θλίψης,
των θρήνων άθλια
βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
βογγητά, ολολυγμοί ανημποριάς
κατάρες για την τύχη
μας,
μας,
και βλαστημούσαν άπρεπα κορμιά βασανισμένα.
Χορός
Πώς σ’ ένα τόσο δα
κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
κουτί μπόρεσαν να χωρέσουν
του κόσμου όλου τα
βάσανα
βάσανα
και η πικρή Ανάγκη;
Γιατρός και γιάτρισσα
Ικέτες ταπεινοί τους
βωμούς των θεών αγγίζοντας,
βωμούς των θεών αγγίζοντας,
γιατρειά, απαλλαγή,
λυτρωμό περιμέναμε.
λυτρωμό περιμέναμε.
Παρηγορήτρα ελπίδα,
αυτή μοναχά
αυτή μοναχά
τους άθλιους βροτούς
στη ζωή συγκρατούσε.
στη ζωή συγκρατούσε.
Πυρφόρε Προμηθέα,
προστάτη κι ευεργέτη μας.
Γιατρός
Δάσκαλος γίνηκες σε
μαθητή απελπισμένα πρόθυμο.
μαθητή απελπισμένα πρόθυμο.
Κι ολημερίς
πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
πορεύομαι πα’ σε βουνών ψηλοκορφές
ή χάνομαι, για
μέρες,
μέρες,
για εφταήμερα και
για μηνούς ολάκερους,
για μηνούς ολάκερους,
σε φαραγγιών
φιδόδρομους
φιδόδρομους
σε τόπους
βαλτωμένους.
βαλτωμένους.
Γιάτρισσα
Κλωνούς, φυλλάκια
και ριζά
και ριζά
βρίσκω, ξεραίνω,
τρίβω
τρίβω
και, στη χάση ή τη γέμιση,
της πάγχλωμης
αρχόντισσας,
αρχόντισσας,
της κυβενήτρας της
νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
νυχτιάς της μαγιοφορτωμένης,
μιλημένα σκαρώνω
γιατρικά,
γιατρικά,
με προσοχή και
σύνεση, με μέτρημα και γνώση
σύνεση, με μέτρημα και γνώση
μιας και όσα δίνουνε
ζωή
ζωή
και λύτρωση από
πόνους,
πόνους,
τα ίδια αυτά στον
ύπνο τον αιώνιο
ύπνο τον αιώνιο
βυθίζουν τους ανθρώπους.
Γιατρός
Με τη δροσιά της
χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
χαραυγής του δειλινού τον ίσκιο,
της μεγάλης ευθύνης
το βάρος φέροντας,
το βάρος φέροντας,
σκευάζω και φτιάχνω,
από μέντα, σκόρδο
δύσοσμο,
δύσοσμο,
αγγελική και δυόσμο,
μάραθο, ρόδι,
δίκταμο,
δίκταμο,
τσουκνίδα, και
θυμάρι,
θυμάρι,
ρίγανη, δεντρολίβανο
κι απ’ άλλα χίλια
μύρια της γης δωρίσματα,
μύρια της γης δωρίσματα,
σκευάζω και φτιάχνω
σκόνες, και
αφεψήματα,
αφεψήματα,
ματζούνια,
καταπλάσματα,
καταπλάσματα,
βάλσαμα κι άλλα
γιατρικά
γιατρικά
να τα ’χω να
γιατρεύομαι
γιατρεύομαι
και να γιατροπορεύω.
Για τα νεφρά τα
άρρωστα,
άρρωστα,
για στομαχιού τους
πόνους
πόνους
μου ’μαθες το
χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
χαμαίμηλο, της γης το θείο δώρο,
και με τα δάκρυα
κλαίουσας
κλαίουσας
τον πυρετό να ρίχνω.
Για τον βαθύ το
βήχα,
βήχα,
που βασανίζει σωθικά
και τα καταταράζει
και τα καταταράζει
τον καταπράσινο χυμό
της ιερής μολόχας,
της ιερής μολόχας,
για τ’ ανακάτεμα του
στομαχιού το δυόσμο
στομαχιού το δυόσμο
—που ’ναι καλός και σαν τριφτεί σε μέλη πονεμένα—.
Γιάτρισσα
Για να κοιμούνται τα
παιδιά
παιδιά
αρκεί μια τόση δα
γουλιά
γουλιά
της υπνοφόρου
μύκωνος
μύκωνος
και ο Μορφέας
φτερωτός στην αγκαλιά τα παίρνει.
φτερωτός στην αγκαλιά τα παίρνει.
Σαν αφορμίζουν οι
πληγές,
πληγές,
με του ψωμιού τη
μούχλα
μούχλα
κλείνουν,
γιατρεύονται με μιας.
γιατρεύονται με μιας.
Του λιναριού το
σπόρο λιώνοντας
σπόρο λιώνοντας
φτιάχνω γιατρικά
για τα γυναίκεια
πάθια,
πάθια,
τα έμμηνα.
Γιατρός
Να ξεχωρίζω μ’
έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
έμαθες φαρμάκια από βοτάνια,
φίλτρα να φτιάχνω
από βολβούς
από βολβούς
από τα σπόρια
σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
σουσαμιού κι απ’ το γλυκό μέλι
και μ’ όλ’ αυτά
—κι άλλα πολλά που
δεν τα φανερώνω—
δεν τα φανερώνω—
αμίλητα φίλτρα
σκαρώνω
σκαρώνω
να πιάνουν φλόγα τα
κορμιά,
κορμιά,
να συνταιριάζουν οι
θνητοί
θνητοί
—ακόμα και οι
αταίριαστοι—
αταίριαστοι—
ν’ σμίγουν οι
αθρώποι
αθρώποι
και να
σφιχταγκαλιάζονται,
σφιχταγκαλιάζονται,
να μη χαθεί το γένος
μας
μας
κι αφανιστεί η φυλή μας.
Χορός ανδρών και γυναικών
και στη ζωή κρατήθηκε
και ως τα τώρα πρόκοψε
και ως τα τώρα πρόκοψε
με της φωτιάς τη
θεία δύναμη
θεία δύναμη
που γνώση δίνει και
το νου λευτερώνει,
το νου λευτερώνει,
Πυρφόρε Προμηθέα[31]
Προστάτη κι ευεργέτη μας
Σκηνή 4η
Η ανατροπή. Η σύγκρουση Δία-Προμηθέα
Ο Δίας έξαλλος από οργή και φθόνο συγκρούεται επί σκηνής με
τον αλυσοδεμένο Προμηθέα.
τον αλυσοδεμένο Προμηθέα.
Στον άδικο και παράλογο λόγο του ο Προμηθέας αντιστέκεται με
λόγο δίκαιο και προφητικό, αμφισβητεί ευθαρσώς τη θεότητα του Δία, αρνούμενος
να υποκύψει και να αποκαλύψει όσα ο Δίας-τύραννος απαιτεί να μάθει.
λόγο δίκαιο και προφητικό, αμφισβητεί ευθαρσώς τη θεότητα του Δία, αρνούμενος
να υποκύψει και να αποκαλύψει όσα ο Δίας-τύραννος απαιτεί να μάθει.
Οδηγείται στον Καύκασο για να υποστεί την τιμωρία που ο Δίας
όρισε.
όρισε.
Τα πρόσωπα
Δωδεκαμελής Χορός των
ανθρώπων
ανθρώπων
Δίας
Προμηθέας
Βουβά πρόσωπα:
Κράτος
Βία
Ίριδα
Δίας
Το βδέλυγμα αυτό ευεργέτη λογιάζετε;
Τον αδιάντροπο κλέφτη, τον άρπαγα,
μπροστά μου τολμάτε με δάδες να υμνείτε;
Σκύψτε βαθιά, γονατίστε, το χώμα φιλήστε
τιποτένια, αδέξια πλάσματα,
σβήστε τις δάδες, θάψτε τες
και τους ύμνους σε μένα,
για μένα και μόνο για μένα
υψώστε.[32]
που απ’ το δικό σου
ανίερο στόμα
ανίερο στόμα
πήρε φτερά κι
απλώθηκε
απλώθηκε
η φήμη του χαμού
μου,
μου,
φραγμό βάλε τα
δόντια σου
δόντια σου
στα ψεύτικά σου
λόγια
λόγια
και μάσησε, κατάπιε
τα
τα
που τ’ άφησες κι
απλώθηκαν,
απλώθηκαν,
κι ενάντιά μου
στέκονται θνητοί,
στέκονται θνητοί,
θεοί και δαίμονες
και κρυφοψιθυρίζουν.
Λέγε, μαρτύρα το.
Πες.
Τώρα αμέσως
μολόγησε.
μολόγησε.
Ποιά ποιόν θα
γεννήσει πού και πότε;
γεννήσει πού και πότε;
Εσύ, που λάθρα,
ακάλεστος
ακάλεστος
τα χίλια μάτια του
Κράτους μου γέλασες
Κράτους μου γέλασες
κι απ’ της σκύλας
της Βίας τ’ ανίκητα ρόπαλα
της Βίας τ’ ανίκητα ρόπαλα
γλίστρησες και
λάθρα,
λάθρα,
ακάλεστος
στο πανώριο το σπίτι
μου μπήκες κλεφτά
μου μπήκες κλεφτά
και μ’ έκλεψες,
θα κλάψεις πικρά και
ικέτης θα σέρνεσαι.
ικέτης θα σέρνεσαι.
Και σεις θα το
πληρώσετε, κλεπταποδόχοι άτιμοι
πληρώσετε, κλεπταποδόχοι άτιμοι
χαθείτε από μπροστά
μου.
μου.
Μπροστά στο δικό μου
θυμό,
θυμό,
θεός ποιος, θνητός
ποιος,
ποιος,
να στέκεται αγέρωχα
δύναται;
δύναται;
Μονάχα συ, μισητέ
και αυθάδη
και αυθάδη
τολμάς ίσια στα
μάτια, σαν ίσος
μάτια, σαν ίσος
να θωρείς το θεό
σου.
σου.
Στις βροντές του θυμού
μου, ποιος;
μου, ποιος;
Προμηθέας
Τ’ ανέμου και των
σύννεφων παιγνίδια και γυρίσματα
σύννεφων παιγνίδια και γυρίσματα
Δίας
Στους κεραυνούς της
οργής μου, ποιος;
οργής μου, ποιος;
Προμηθέας
Σπιθίσματα πελώρια του
αιθέρα
αιθέρα
πάνω στων αντιθέτων
τη σύγκρουση
τη σύγκρουση
Δίας
Σκάσε, σ’ ακούν.
Το στόμα σου κλείσε.
Θες να τους μάθεις
να σκέφτονται;
να σκέφτονται;
Προμηθέας
Τρέμεις, τη γνώση φοβάσαι.
Το δρόμο τούς
άνοιξα….
άνοιξα….
Μόνοι τους… «Όστις θέλει…»
Δίας
Ποτέ, στον αιώνα τον
άπαντα.
άπαντα.
Από τ’ άλογα ζώα,
χειρότεροι…
χειρότεροι…
Προμηθέας
«Ό σ τ ι ς θ έ λ ε ι…», ελεύθεροι αυτοί θα επιλέγουν.
Δίας
Σαλεμένο μυαλό, σαλεμένα
τα λόγια.
τα λόγια.
Προμηθέας
Δύναμή σου, τ’
ανερμήνευτα, κι οι συντυχιές.
ανερμήνευτα, κι οι συντυχιές.
Αυτά σε βολεύουν,
έτσι να σκέφτονται θέλεις.
έτσι να σκέφτονται θέλεις.
Δίας
Μαρτύρα το.
Πες.
Τώρα αμέσως
μολόγησε.
μολόγησε.
Ποιά, ποιόν θα
γεννήσει πού και πότε;
γεννήσει πού και πότε;
Ειδεμή, τώρα δα τα
τέρατα αυτά θα προστάξω
τέρατα αυτά θα προστάξω
και θα γενεί τ’
άθλιό σου κορμί
άθλιό σου κορμί
με τα βράχια του
Καύκασου ένα.
Καύκασου ένα.
Αιώνια.
Τ΄ ορκίζομαι.
Στης Στύγας το μαύρο
νερό
νερό
και στα εννιά
φιδωμένα ποτάμια,
φιδωμένα ποτάμια,
που ζωσμένη κρατούν
την παμβώτιδα.
την παμβώτιδα.
Τ΄ ορκίζομαι.
Αιώνια.
Ο μόνος όρκος που
μπορεί να με δέσει….
μπορεί να με δέσει….
Προμηθέας
Δε πα να λες… «Όστις θέλει…»
Χορός ανθρώπων[34]
Για σε φοβάμαι, σκιάζομαι,
Προμηθέα παράτολμε.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε.
Νάτην, η Ίριδα η εφτάχρωμη με το χρυσό λαγήνι[35],
πέταξε κι έφτασε.
Φέρνει εκείνο το νερό,
που πάντα κρύο πέφτει απ’ ενός βράχου την κορφή,
σπονδές να κάνει ο Δίας
και με το μαύρο το νερό τον όρκο να σφραγίσει.
Βαρύς ο όρκος που ‘δωσε
στου Ωκεανού την κόρη την πρωτότοκη,
με τη γοργή φυρονεριά,
τη μισητή απ’ αθάνατους,
την τρομερή τη Στύγα,
που διασχίζοντας τη γη,
περνά από κακοτράχαλα
και μέρη βραχιασμένα.
Έχει, η φοβερή θεά, ένα παλάτι απόμερο,
πέρα, μακριά κι απόμακρα
’κει π’ αρχινούν του Τάρταρου τα μέρη τα φριχτά.
Βράχια το στεφανώνουνε,
κι είν’ σε κολώνες αργυρές γερά θεμελιωμένο.
Τα πιότερ’ από τα νερά της ιερής πηγής της
κάτω απ’ της γης τα έγκατα
κυλούν και γοργοπάνε,
και μέσ’ στου Ωκεανού τη σκοτεινιά
πελώριοι, πανώριοι βραχίονες γίνονται.
Το ένα απ’ τα δέκα στον όρκο ανήκει.
Τ’ άλλα, τα εννιά, φιδίσια κυλούν,
τη γη ολοτρόγυρα ζώνουν,
του κάμπου του υγρού την ολόπλατη ράχη,
κι απέ στη θάλασσα χύνονται
σε χίλιους ασημένιους στροβίλους,
ρουφήχτρες και δίνες και χειμέρια κύματα.
Το μαύρο νερό που πέφτει πάν’ απ’ το βράχο
για τιμωρία τους είναι,
τιμωρία θεών.
Ιερέας
Μα σαν κανείς απ’ τους θεούς,
που κατοικιά τους έχουν
τη χιονισμένη του Ολύμπου κορφή,
τον όρκο πατήσει,
για ένα χρόνο χάνει την πνοή της ζωής του,
και μήτε νέκταρ γεύεται μήτε την αμβροσία
και μένει ακίνητος,
δίχως ανάσα,
χωρίς να μιλεί,
σε νάρκη βαριά βυθισμένος.
Μετά, για χρόνια ολόκληρα εννιά
ζει απ’ αθάνατους χώρια,
πέρα, μακριά, κι απόμερα
και με σινάφι θεϊκό
πάνω στη δέκατη χρονιά
μονάχα ξανασμίγει.
Δίας
Το φοβερό τον όρκο μου
με μαυρονέρι σφράγισα.
Πριν φύγει η εφτάχρωμη, και μαζί της τον πάρει,
λέγε, μαρτύρα, φανέρωσε,
ποιά, ποιόν θα
γεννήσει πού και πότε,
γεννήσει πού και πότε,
μήπως κι αλλάξω τη γνώμη.
Προμηθέας
Θεός δεν είσαι.
Του μυαλού τους ο φόβος σε γέννησε,
φάντασμα άπιαστο,
του αγνώστου η άγνοια
κι ο τρόμος.
Θεός δεν είσαι.
Όσα φοβούνται,
—τους Γρύπες, τη Σκύλλα, τη Μέγαιρα,
τον φοβερό τον Τυφώνα, τη Λάμια, την Έχιδνα,
όλα της φύσης τ’ άγρια,
που τους ανθρώπους από άγνοια σκιάζουν—
θεούς κι αμέτρητους δαίμονες τα ’φτιαξαν
και δίπλα σου τα ’βαλαν
εσύ να τα ορίζεις.
Όλα.
Έξω από Στύγα, Ανάγκη και Μοίρα.
Και όσο φοβούνται
τόσο θυσίες σου κάνουν
την οργή να κοπάσεις
και να μην καταστρέψεις αυτά
που δεν έπλασες.
Κι απ’ τα σφάγια ευφραίνεσαι.
Έτσι νομίζουν…
μα αναπαμό δεν έχουν.
Το ταξίδι τους είσαι
στου αληθινού τη ζήτηση.
Θεός δεν είσαι.
Δε σ’ αγαπούν, σε φοβούνται.
Και ποιος τάχα μπορεί ν’ αγαπήσει
αυτό που φοβάται;
Η αγωνία και ο φόβος τους σ’ έπλασαν
και στον Όλυμπο σ’ έστησαν
για να ‘σαι μακριά τους.
Θεός δεν είσαι.
γι αυτό και φοβάσαι.
Το Ποιος θε να ‘ρθει κι από Ποια
-Παρθένα και Μάνα μαζί-
δε θα πω.
Δίας [36]
Για τη Θέτιδα η Θέμις διαδίδει
πως ο δικός μου ο γιος απ’ αυτή γεννημένος…
Προμηθέας
Καλά, έτσι νόμιζε, στην πλάνη σου βολέψου….
Δίας
Και με την όμορφη Ιώ ξανά δε θα πλαγιάσω
μη και γεννήσει παιδί μου
που θα ’ναι από με δυνατότερο,
μα για πάντα, με άλλη μορφή,
γύρο-τρογύρο από με θα γυρίζει[37]
Προμηθέας
Μέσα τους σκάλωσες,
δικό τους κατασκεύασμα είσαι.
Άλλον προσμένουν.
Έτοιμοι να τον δεχτούν ακόμα δεν είναι.
Και τα δώρα που πήραν…
όχι, δε φτάνουν
η σπίθα του μέσα μυαλού τους ν’ ανάψει.
Το Ποιος κι από Ποια δε θα πω,
δε θα πω.
Άλλοι, πολλοί,
για τα νέφη,
για των πλάνητων άστρων τους κύκλους
θα πουν,
για των αστραπών, των βροντών σου το μύθο
θα γράψουν.
Άλλοι, πολλοί,
για τον Έναν θα πουν,
θα διδάξουν…
για τον Έναν που θα ‘ρθει…
Άλλα πια δε θα πω…
Σιωπή…
Μα η ώρα σαν φτάσει,
σαν την ομίχλη που φεύγει
στη ζέστα του ήλιου,
έτσι θα φύγεις
και πίσω θ’ αφήσεις
αχνάρια μονάχα,
ναούς και βωμούς κι αγάλματα πάλευκα,
της ανάγκης για Ελπίδα κι Αγάπη.
Και τότε…
Άλλα πια δε θα πω….
Άλλον γυρεύουνε,
μα η ώρα Του ακόμη δεν ήρθε.
Σωπαίνω.
Δίας
Ναι, θα σωπάσεις!
Για πόσο;
Παλληκαρά, θρασύτατε,
γελοίε αλαζόνα
γελοίε αλαζόνα
θα δεις, θα μάθεις,
θα γευτείς,
θα γευτείς,
θα πεις πως δεν
αντέχεις
αντέχεις
δεμένος μ’
αλυσόβεργες
αλυσόβεργες
πάνω στο μαύρο βράχο
με τεντωμένα
ολόσφιχτα
ολόσφιχτα
τ’ ανίερά σου χέρια,
σαν, κάθε που ο
Απόλλωνας
Απόλλωνας
επάνω στα μεσούρανα
το άρμα του θα φέρνει,
το άρμα του θα φέρνει,
θα ’ρχεται άσπλαχνος
αητός
αητός
τα σπλάχνα σου να
τρώει
τρώει
και θα κολλάνε τα
ριζά
ριζά
του υπερπόντιου
Καύκασου
Καύκασου
απ’ το δικό σου
αίμα,
αίμα,
αίμα πικρό, αίμα
’χνιστό,
’χνιστό,
Σιωπή;
Καλά, τώρα το λες!
Τα ουρλιαχτά του
πόνου σου
πόνου σου
ταχιά τη γλώσσα σου θα
λύσουν
λύσουν
και θα καταριέσαι
πικρά τη μαύρη σου τύχη.
πικρά τη μαύρη σου τύχη.
Προμηθέας
Για τύχη μιλάς; Ποια
τύχη τάχα;
τύχη τάχα;
Αυτό τουλάχιστον να
το ’ξερες θα ’πρεπε…
το ’ξερες θα ’πρεπε…
Δίας
Το ποιο δηλαδή;
Προμηθέας
Πως τίποτα δεν είναι
τυχαίο.
τυχαίο.
Δίας
Πάρτε από την όψη
μου μπροστά
μου μπροστά
το βλάσφημο, το
μισητό προδότη,
μισητό προδότη,
που, πιότερο από με,
τους δίποδους αγάπησε
τους δίποδους αγάπησε
και φρόντισε
τιμές και δόξα
πρόσκαιρη
πρόσκαιρη
από αγνώμονες
θνητούς
θνητούς
Κοιτάξτε τους πώς
μάζεψαν,
μάζεψαν,
σαν τα δαρμένα τα
σκυλιά, στα σκέλια
σκυλιά, στα σκέλια
το φωτισμένο τους
μυαλό!
μυαλό!
Κοιτάξτε, καμαρώστε τους,
οπού τις δάδες σβήσαν
και σκύψαν τα
κεφάλια τους
κεφάλια τους
Σκηνή 5η
Ο φωτισμένος νους
νικά τον φόβο
νικά τον φόβο
Ο φόβος καταλαμβάνει τους ανθρώπους που κινδυνεύουν να
επανέλθουν στην προ Προμηθέα κατάσταση, να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι δεσμώτες του
φόβου.
επανέλθουν στην προ Προμηθέα κατάσταση, να γίνουν δηλαδή οι ίδιοι δεσμώτες του
φόβου.
Τελικά ο Ιερέας τους εμψυχώνει, η ελπίδα εδραιώνεται στην
ψυχή τους και χορεύουν θριαμβικά για τη νίκη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι της
αμάθειας.
ψυχή τους και χορεύουν θριαμβικά για τη νίκη του φωτός ενάντια στο σκοτάδι της
αμάθειας.
Τα πρόσωπα
Δωδεκαμελής Χορός των ανθρώπων
Προμηθέας
Χορός [42]
Οι σκέψεις μου,
-χορός αγρίων
έξαλλος-
έξαλλος-
βροντοχτυπούν το
στέρφο χώμα,
στέρφο χώμα,
ο γδούπος των
πελμάτων
πελμάτων
Βαρύς, τραχύς και
απτόητος
απτόητος
για να καρπίσει η
μέσα γη μου.
μέσα γη μου.
Τα γράμματα… άναρχα
κλεμμένα απ’ την πανάρχαια αλφάβητο
κλεμμένα απ’ την πανάρχαια αλφάβητο
Φοβάμαι … αυτά που
γίνανε …
γίνανε …
μπροστά μου τα
βλέπω, στο τώρα στο αύριο …
βλέπω, στο τώρα στο αύριο …
Οι λέξεις…
βουρκωμένες
βουρκωμένες
Μήτρα ο νους
γκαστρωμένη,
γκαστρωμένη,
μοναχικός Ιάσωνας
μπροστά στις
Συμπληγάδες.
Συμπληγάδες.
Ο πηγαιμός σαν
ερχομός,
ερχομός,
η ανησυχιά της
προσμονής
προσμονής
σαν τόκος απρόσμενος
ακούσια εκούσιος,
και η Ανάγκη ν’
απαιτεί,
απαιτεί,
ν’ απομακρύνει από
τις πρότερες χαρές.
τις πρότερες χαρές.
Σκαλωμένη η σκέψη
στο χώρο,
στο χώρο,
αγκιστρωμένη σε
λόγια τραχιά,
λόγια τραχιά,
του τρόμου οι πηγές
γενήκανε χείμαρρος,
γενήκανε χείμαρρος,
του ολέθρου το
βάραθρο
βάραθρο
μπρος στα πόδια μου
χάσκει…
χάσκει…
Φοβάμαι,
φράση σωστή ν’ αρθρώσω δε γίνεται…
Κυνηγημένος ιδρώς
του Ιάσωνα
του Ιάσωνα
από τη γνώση που
κατείχε
κατείχε
πριν δει, πριν
μάθει,
μάθει,
και τώρα
αποκαλύπτεται
αποκαλύπτεται
κάθε ίδια στιγμή
τόσο αλλιώτικη
σε ένα παρόν
αδιάλειπτο.
αδιάλειπτο.
Φοβάμαι… οι αρμοί του κορμιού μου αδύναμοι,
του χτες τα φαντάσματα, δίπλα μου, γύρω μου…
Στο λιοτριβειό του
νου
νου
αναδεφτήρας οι
μυλόπετρες,
μυλόπετρες,
πετροχυμό δε βγάζουν
παρά μονάχα αν
συνθλιβούν τα λόγια,
συνθλιβούν τα λόγια,
τα πνιχτά
επιφωνήματα,
επιφωνήματα,
οι μισές κοφτές
λέξεις,
λέξεις,
οι λέξεις-ανάσες.
Φοβάμαι…
Ριζώνει πάλι μέσα
μου του φόβου το στοιχειό,
μου του φόβου το στοιχειό,
σαν τρομερό
αρπαχτικό,
αρπαχτικό,
αιμοβόρο παράσιτο,
το νου μου ξεσκίζει.
Η Ανάγκη αδυσώπητη
τα δόκανά της
στήνει.
στήνει.
Παρασαλεύεται η
Τάξη, το νιώθω.
Τάξη, το νιώθω.
Άνδρες
Αλίμονο, οι
ταλαίπωροι,
ταλαίπωροι,
δύσμοιρο γένος,
σπόρος άτυχος.
σπόρος άτυχος.
Πάνω μας πάλι θα
πέσουνε
πέσουνε
συφορές και κακά
ανομολόγητα.
ανομολόγητα.
Πάλι εγώ, ο
ταλαίπωρος, ο άμοιρος,
ταλαίπωρος, ο άμοιρος,
τις δικές τους θα
πληρώσω διχόνοιες.
πληρώσω διχόνοιες.
Γυναίκες
Ένοχος αυτός
ορίζεται, ο δικός μου ευεργέτης.
ορίζεται, ο δικός μου ευεργέτης.
Στην Ύβρη έπεσε,
το Δία αρνήθηκε,
πρόσβαλε,
πρόσβαλε,
την Τύχη απαρνιέται.
Η αδράστεια Νέμεση
να!! να!! …,
Άνδρες
έρχεται το Δίκιο της
πίσω να πάρει
πίσω να πάρει
απ’ αυτόν κι από
μένα τον άθλιο.
μένα τον άθλιο.
Φταίχτης αθέλητα
γίνηκα,
γίνηκα,
μοναχά για να ζήσω
τα δώρα του δέχτηκα.
τα δώρα του δέχτηκα.
Αλίιιιιιι… χαμένος
κι εγώ
κι εγώ
Γυναίκες
Όιιι, χάνω το νου.
Ωχούυυ, αλίιι,
τα πάνω κάτω θα
’ρθουνε,
’ρθουνε,
ο κύκλος ο φαύλος
σαλεύει,
σαλεύει,
Δεινά της Άτης, της
θεοτρέλας,
θεοτρέλας,
φοβερά πάνω του
πέσανε
πέσανε
Άνδρες
και σε μένα Δεινά θε
να ’ρθουν
να ’ρθουν
να με λιώσουν.
Δεινά,
που στόμα θνητό να
’στορίσει
’στορίσει
δε θα μπορέσει ποτέ,
ποτέ,
στον αιώνα τον
άπαντα.
άπαντα.
Χορός
Αυτοί αστράφτουν και
βροντούν
βροντούν
κι εμέ χτυπούν οι
κεραυνοί
κεραυνοί
και μένα οι μπόρες
πιάνουν
πιάνουν
και μέσα μου
τρυπώνουνε
τρυπώνουνε
των υετών τους οι
ριπές
ριπές
βαθιά, μέχρι τα
μέδουλα
μέδουλα
και την ψυχή μου
πνίγουν.
πνίγουν.
Ιερέας[43]
Στα πόδια σου
ορθώσου, το βλέμμα ψηλά.
ορθώσου, το βλέμμα ψηλά.
Σε άνθρωπο αντρείο
μιζέρια και θρήνοι δεν πρέπουν.
μιζέρια και θρήνοι δεν πρέπουν.
Ο φόβος τις θύμησες
διώχνει,
διώχνει,
στους ανέμους τους
πέντε σκορπά
πέντε σκορπά
την καλή και χρυσή
σου εποχή.
σου εποχή.
Μη φοβάσαι απ’ τα
λόγια.
λόγια.
Οι φοβέρες του Δία
μην αφήσεις τη χαρά
να σου πάρουν.
να σου πάρουν.
Χορός[44]
Ο φόβος, αρρώστια φρικτή
το μυαλό μου
θολώνει.
θολώνει.
Ελλοχεύει σαν ύαινα.
Τον οσφραίνομαι,
πνίγομαι…
πνίγομαι…
δυσωδία, αποφορά της
σαπίλας,
σαπίλας,
του αδιέξοδου
απόγνωση.
απόγνωση.
Μοχθηρό το
πλατάγισμα
πλατάγισμα
των φτερών του των
μαύρων,
μαύρων,
—απαίσιο το σούρσιμο
όψης σκοτεινιασμένης—,
όψης σκοτεινιασμένης—,
πλανιέται τριγύρω ο
άρπαγας
άρπαγας
και μέσα μου να μπει
γυρεύει
γυρεύει
βιαστής πωρωμένος,
ληστής αχόρταγος,
άπληστος
άπληστος
να ανασκολοπίσει,
να φέρει του μυαλού
μου τα μέσα,
μου τα μέσα,
τα σιωπηλά, τα
απόκρυφα,
απόκρυφα,
έξω να φέρει, και…
αλίιιιι…
Ιερέας
Φτάνει.
Ως εδώ.
Άλλα ν’ ακούσω δε
θέλω.
θέλω.
Πώς να πιστέψω του
φόβου τα λόγια;
φόβου τα λόγια;
Σε τι παραλήρημα
άθλιο έπεσες;
άθλιο έπεσες;
Σκοτείνιασ’ η όψη
σου, ασχήμυνες
σου, ασχήμυνες
και —θέαμα άθλιο,
θλιβερό—
θλιβερό—
σέρνεσαι, πάλι
σέρνεσαι!
σέρνεσαι!
Εσύ σαι; Εσύ ο
ίδιος;
ίδιος;
Εσύ που το
καυχιόσουνα πως πρόκοψες
καυχιόσουνα πως πρόκοψες
με της καρδιάς τον
Έρωτα και την ορθή σου κρίση;
Έρωτα και την ορθή σου κρίση;
Κοίτα… τώρα.
Το βλέμμα σου εδώ,
στης δάδας το φως
καρφωμένο το θέλω.
καρφωμένο το θέλω.
Κοίτα… τώρα.
Στης ζωής το
πρόσταγμα υπάκουσε.
πρόσταγμα υπάκουσε.
Στης φλόγας το φως
ανταμώνουν και φλέγονται
ανταμώνουν και φλέγονται
η Λογική και ο
Έρωτας.
Έρωτας.
Κοίτα! Θυμήσου!
Και τώρα…
με ένα σωτήριο άλμα,
στα πόδια σου
ορθώσου, το βλέμμα ψηλά.
ορθώσου, το βλέμμα ψηλά.
μην επιτρέψεις τη
χαρά της ζωής
χαρά της ζωής
Άκου, αφουγκράσου τα
λόγια του!
λόγια του!
Φωνή Προμηθέα:
Ο καθάριος, ο
έξυπνος νους, ακούει κι αισθάνεται.
έξυπνος νους, ακούει κι αισθάνεται.
Αυτός, αυτός μόνο
της επίγνωσης ο αίτιος είναι.
της επίγνωσης ο αίτιος είναι.
Παιδί του νου η
αλήθεια,
αλήθεια,
σε δρόμο σωστό, στην
ευθεία οδό,
ευθεία οδό,
των ανθρώπων τα
βήματα βάζει.
βήματα βάζει.
Ιερέας:
απ’ του Μίνωα την
ένδοξη χώρα
ένδοξη χώρα
και τους μαύρους
πυρόλιθους
πυρόλιθους
του πόντιου Καύκασου
το τραγούδι της
κόρης του Αστέριου,
κόρης του Αστέριου,
της πανέμορφης
Κρήτης.
Κρήτης.
Στους πέντε ζάλους[49]
της ψυχής σου τα
βήματα αρμόνισε
βήματα αρμόνισε
και χόρεψε, άνθρωπε,
χόρεψε
χόρεψε
χτύπα γερά τα πόδια,
και κάνε να
στενάξουν
στενάξουν
της γης τα στήθια τα
πλατιά.
πλατιά.
το ’να με τ’ άλλο,
με ψυχή δυνατή,
με ψυχή δυνατή,
ο αιθέρας ν’
αγαλλιάσει
αγαλλιάσει
με τον αντρίκιο το
ρυθμό,
ρυθμό,
με τη γυναίκεια
φλόγα,
φλόγα,
που σώμα πνεύμα και
μυαλό
μυαλό
ορθώνουν και
φτερώνουν.
φτερώνουν.
Χορός
Σαν φτερώσει η ψυχή
κι η φλόγα της
καρδιάς μας ανάψει,
καρδιάς μας ανάψει,
ακούραστο κι ένθεο.
Ιερέας
Έτσι, παιδιά μου,
χορέψτε σε πυρρίχιο ρυθμό,
χορέψτε σε πυρρίχιο ρυθμό,
μη θρηνείτε,
χορέψτε,
χορέψτε,
δοξάστε.
Τον αχό του χορού
σας ακούγοντας
σας ακούγοντας
ξέρει πως δε θα ’ναι
χαμένη
χαμένη
η δική του θυσία.
Ο φόβος θα φύγει …
Η φωνή του Προμηθέα
Η Αγάπη εκβάλλει το
φόβο,
φόβο,
καταργεί την Ανάγκη,
την Άτη ακυρώνει
την Άτη ακυρώνει
τα δεινά υποφερτά,
δεν αγγίζουν ποτέ
την ψυχή τη γαλήνια.
την ψυχή τη γαλήνια.
Ιερέας
Όπως τα ’πε θα
γίνουν,
γίνουν,
θα γίνουν …
το δικό του θελημένο
μαρτύριο,
μαρτύριο,
προτύπωση είναι
της θυσίας Εκείνου
απ’ Αγάπη.
απ’ Αγάπη.
Η φωνή του Προμηθέα
Η φιλότης σταυρωτά
καρφωμένη
καρφωμένη
ουράνια κι επίγεια
θα ενώσει …
θα ενώσει …
Ιερέας
Ετοιμάσου.
Η φωνή του Προμηθέα:
Ελεύθερος, χωρίς
δεσμά…
δεσμά…
απελεύθερος….
Κι ένας μπορεί,
αν θέλει,
η ψυχή του δοσμένη σαν
είναι
είναι
κι αν η καρδιά του
φλέγεται,
φλέγεται,
μπορεί,
ναι, μπορεί
τον κόσμο ν'
αλλάξει.
τον κόσμο ν'
αλλάξει.
Ιερέας:
Μέσα στων χρόνων τ’
απρόβλεπτα,
απρόβλεπτα,
μην ξεχαστείς και
γίνεις αγρίμι
γίνεις αγρίμι
απ’ όλα τ’ αγρίμια
χειρότερος.
χειρότερος.
Ποτέ μη γενεί
άνθρωπος γι άνθρωπο λύκος,
άνθρωπος γι άνθρωπο λύκος,
άρπαγας λύκος
κακόψυχος κι άπληστος
κακόψυχος κι άπληστος
αλαζόνας, υπερφίαλος
κι άπονος
κι άπονος
για τη γενιά του την
ίδια,
ίδια,
για τη μάνα του γη.
Στο δάχτυλό σου να
φοράς πέτρινο δαχτυλίδι
φοράς πέτρινο δαχτυλίδι
να σου θυμίζει
πάντα…
πάντα…
Χορός:
Ευεργεσία, φωτιά
θεϊκή, βράχος θυσίας.
θεϊκή, βράχος θυσίας.
Ιερέας
Μην ξεχαστείς.
Μην ξεχαστείς, μην
αφεθείς.
αφεθείς.
Για τα καλύτερα
είσαι φτιαγμένος.
είσαι φτιαγμένος.
Ψηλά να θωρείς.
Η φωνή του Προμηθέα
Άνθρωπε, Άνω θρώσκε.
Ιερέας
Άνθρωπος μείνε.
Χορός
Πυρφόρος ο νους,
πυρφόρα η καρδιά
πυρφόρα η ζωή μας.
ΤΕΛΟΣ
[2]
Την εποχή της Αναγέννησης στη λατινική
γλώσσα υπήρξε κάποια σύγχυση της λέξης Κρόνος (Cronos) με αυτή του χρόνου (Chronos)
Την εποχή της Αναγέννησης στη λατινική
γλώσσα υπήρξε κάποια σύγχυση της λέξης Κρόνος (Cronos) με αυτή του χρόνου (Chronos)
[7]
Κατά μια εκδοχή του μύθου, αυτή η πέτρα,
που ο Κρόνος αντίς για το Δία κατάπιε, όταν την ξέρασε, έπεσε στους Δελφούς.
Κατά μια εκδοχή του μύθου, αυτή η πέτρα,
που ο Κρόνος αντίς για το Δία κατάπιε, όταν την ξέρασε, έπεσε στους Δελφούς.
[32]
Ο χορός των ανθρώπων έντρομος σβήνει τις
δάδες και μαζεύεται σε μια γωνιά. Ο Ιερέας πίσω από το βωμό αφήνει τη δάδα του
αναμμένη και στέκεται μόνος απόμερα.
Ο χορός των ανθρώπων έντρομος σβήνει τις
δάδες και μαζεύεται σε μια γωνιά. Ο Ιερέας πίσω από το βωμό αφήνει τη δάδα του
αναμμένη και στέκεται μόνος απόμερα.
[39]Πύον,
σάπιο αίμα αλλά και ορός αίματος. Τα ζωτικής σημασίας βιολογικά υγρά όλων των
ζωντανών οργανισμών.
σάπιο αίμα αλλά και ορός αίματος. Τα ζωτικής σημασίας βιολογικά υγρά όλων των
ζωντανών οργανισμών.